Το ηλιοβασίλεμα
Συγγραφέας:


Πίσω ἀπὸ μακρινὲς κορφὲς ὁ ἥλιος βασιλεύει
καὶ τ’ οὐρανοῦ τὰ σύνορα χίλιες βαφὲς ἀλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ὁλόχρυσες, γαλάζιες
κι ἀνάμεσά τους σκάει λαμπρὸς λαμπρὸς ὁ Ἀποσπερίτης.
Τὴν πύρα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν σβηεῖ γλυκὸ ἀγεράκι,
ποὺ κατεβάζουν τὰ βουνά, ποὺ φέρνουν τ’ ἀκρογιάλια.
Ἀνάρια τὰ κλωνάρια του κουνάει ὁ γερο-πεῦκος
καὶ πίνει καὶ ρουφάει δροσιὰ κι ἀχολογάει καὶ τρίζει.
῾Η βρύση ἡ χορταρόστρωτη δροσίζει τὰ λουλούδια
καὶ μ’ ἀλαφρὸ μουρμουρητὸ γλυκὰ τὰ νανουρίζει·
θολώνει πέρα ἡ θάλασσα, τὰ ριζοβούνια ἰσκιώνουν,
τὰ ζάλογγα μαυρολογοῦν, σκύβουν τὰ φρύδια οἱ βράχοι
κι οἱ κάμποι γύρω οἱ ἁπλωτοὶ πράσινο πέλαο μοιάζουν.

Ἀπόξω, ἀπὸ τὰ ὀργώματα, γυρνοῦνε οἱ ζευγολάτες,
ἡλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, ἀποκαμωμένοι,
μὲ τοὺς ζυγούς, μὲ τὰ βαριὰ τ’ ἀλέτρια φορτωμένοι
καὶ σαλαγοῦν ἀπὸ μπροστὰ τὰ δυὸ καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, τραχηλάτα.
- ᾽Οώ, φωνάζοντας, ὀώ! Μελισσινέ, Λαμπίρη.
Κι ἀργά τά βόιδια περπατοῦν καὶ ποὺ καὶ ποὺ μουγκρίζουν.
Γυρνοῦνε ἀπὸ τᾶ ἔργα τους οἱ λυγερές, γυρνοῦνε
μὲ τὰ ζαλίκια ἀπ’ τὴ λογγιά, μὲ τὰ σκουτιὰ ἀπ’ τὸ πλύμα,
μὲ τὶς πλατιές των τὶς ποδιὲς σφογγίζοντας τὸν ἵδρο.
Καὶ σ’ ὅποιο δέντρο κι ἂν σταθοῦν, σ᾽ ὅποιο κοντρὶ ἀκουμπήσουν
εἰς τὸ μουρμούρι τοῦ κλαριοῦ, εἰς τὴ θωριὰ τοῦ βράχου
γλυκὸ γλυκὸ καὶ πρόσχαρο χαιρετισμὸ ξανοίγουν:
- Γειὰ καὶ χαρὰ στὸν κόσμο μας, στὸν ὄμορφό μας κόσμο!

Σὰν τὸ ζαρκάδι ὁ νιὸς βοσκὸς ξετρέχει τὴν κοπὴ του·
σουρίζει, σαλαγάει, « ὄι ὄι » καὶ τήνε ροβολάει
ἀπὸ τὰ πλάγια στὸ μαντρί, στὴ στρούγγα γιὰ ν’ ἀρμέξη
ἀπὸ στεφάνι, ἀπὸ γκρεμό, ἀπὸ ραϊδιὸ καὶ λόγγο
Καὶ τοῦ γιδάρη ἡ σαλαγὴ στριγγιὰ στριγγιὰ γρικιέται
τ’ ἀνάποδο κοπάδι του « τσάπ, τσάπ! ἔι, ἔι! » βαρώντας.
Κι ἀχολογοῦν βελάσματα κι ἀχολογοῦν κουδούνια.
Ἀπὸ μακριά, ἀχ τὸ βουκολιό, ἀκούγεται φλογέρα.
Κάπου βροντάει μιὰ τουφεκιὰ ἢ κυνηγοῦ ἢ δραγάτη
καὶ κάπου κάπου ὁ ἀντίλαλος βραχνὸ τραγούδι φέρνει
τοῦ ἀλογολάτη, τοῦ βαλμᾶ, ὁποὺ γυρνάει κι ἐκεῖνος.
Τοῦ κάμπου τ’ ἄγρια τὰ πουλιὰ γυρνοῦν ἀπ’ τὶς βοσκές τους
καὶ μ’ ἄμετρους κελαηδισμοὺς μὲς τὰ δεντρὰ κουρνιάζουν··
σκαλώνει ὁ γκιώνης στὸ κλαρὶ καὶ κλαίει τὸν ἀδερφό του.
Στὰ ρέπια, στὰ χαλάσματα ἡ κουκουβάγια σκούζει·
μέσα σὲ αὐλάκι, σὲ βαρκό, λαλεῖ ἡ νεροχελώνα,
τ’ ἀηδόνι κρύβεται βαθιὰ στ’ ἀγκαθερὰ τὰ βάτα
καὶ τὴ ζωή του τραγουδάει μὲ τὸ γλυκὸ σκοπό του·
κι ἡ νυχτερίδα ἡ μάγισσα, μὲ τὸ φτερούγισμά της,
τὸ γρήγορο καὶ τὸ τρελό, σχίζει τὰ σκότα ἀπάνου
καὶ μὲ τὰ ὁλόχαρα παιδιὰ τοῦ ζευγολάτη παίζει

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τὴ ζωή σας,
τὴν ἁπλοϊκή σας τὴ ζωή, πόχει περίσσιες χάρες.
Μὰ πλιὸ πολὺ τὸ μαγικὸ ζηλεύω γυρισμό σας,
ὅντας ἡ μέρα σώνεται καὶ βασιλεύει ὁ ἥλιος.