Το δακτυλίδι του νεκρού

Τὸ δακτυλίδι τοῦ νεκροῦ
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Γκλαν, γκλάν, νεκροσημαίνει
Τ’ ἅγιο σήμαντρο καὶ κλαίει
’Πάει! Ὁ γούμενος ’πεθαίνει…
Νεκροκέρι ὀμπρός του καίει·
’Σ τοῦ ἀρχηγοῦ της τὴ θανὴ
Κλαίγει, ὀδύρετ’ ἡ μονή.

Ὁ νεκρὸς ’ςτὸ δάχτυλό του,
Ἀξετίμωτο στολίδι,
Ἔχει πάντα σύντροφό του
Διαμαντένιο δαχτυλίδι.
Καὶ καλόγερος κρυφὰ
Μὲ λαχτάρα τὸ κυττᾷ.

Οἱ καλόγεροι ’ς τὸν ὦμο
Τὸ κουφάρι του σηκόνουν
Τὸ διαβάζουν εἰς τὸ δρόμο,
Εἰς τὸ ὑπόγειο τὸ ’πιθόνουν·
Δακρυσμένοι τὸ φιλοῦν,
Φεύγουν, τ’ ἀποχαιρετοῦν. —

Εἰς τὸν πύργο κλαίει τὠρνίθι,
Μεσονύχτι ἀργὰ χτυπάει·
Τ’ ἅγιο Σπίτι ἀπεκοιμήθη,
Ἕνας μόνος ἀγρυπνάει
Μυστικὸν ἔχει καϋμὸ
Τὸ διαμάντι τὸ λαμπρό.

Εἰς τὸ ὑπόγειο κατεβαίνει
Μ’ ἑλαφρό, σιγὸ ποδάρι·
Εἰς τὸ χέρι του βασταίνει
Ἀχτινόθαμπο φανάρι,
Καὶ σφιχτὰ μὲ τὸ ζερβὶ
Ἕνα σύνεργο κρατεῖ.

Μὲ τὸ φῶς τὰ βήματά του
’Στὸ τρισκόταδο φωτίζει·
Τὰ σκαλιὰ μετρᾷ ἡ καρδιά του,
Τὸ φιτίλι σπινθηρίζει·
Λὲς καὶ βλέπει μία σκιά…
Ἀπ’ τὸ φόβο του γλιστρᾷ.

Ἀλαφιάζεται· ἀπιθόνει
Τὸ φανάρι ἀγάλι-γάλι·
Εἰς τὸ λείψανο σιμόνει,
Ἡ καρδιά του τρέμει, πάλλει…
Δειλιασμένος προχωρεῖ·
Καταπίνει τὴν πνοή.

’Στὸ κυβοῦρι τὸ κλεισμένο
Ἀσηκόνει τὸ σφυρί του·
Βλέπει ἀπάνου καρφωμένο
Τὸ σημεῖο τοῦ Λυτρωτή του,
Καὶ τὸ χέρι του νεκρό,
Πέφτει, δέρνει τὸ σταυρό.


Εἰς τὸν χτύπο ἀνατριχιάζει,
Ποῦ ’ς τοὺς θόλους ἀντηχάει·
Τὸ σφυρί του πάλι ἁρπάζει,
Ἀκουρμαίνεται, ’γροικάει…
Ἐφοβήθηκε ὁ μιαρὸς
Μὴν ἐξύπνησ’ ὁ νεκρός!

Στέκει, τρέμει, ἀγάλι ἀρχίζει
Νὰ χτυπᾷ, νὰ ξεκαρφόνῃ·
Τὸ σανίδι χάσκει, τρίζει·
Λίγο, λίγο τὸ σηκόνει…
Ἔχει ὀμπρός του καὶ θωρεῖ
Τὸ ψυχρὸ νεκρὸ κορμί.

’Στὸ διαμάντι, ποῦ κυττάζει
Εἰς τ’ ὁλόψυχρο τὸ χέρι,
Λαχταρίζει, ἀναγαλλιάζει.
Τὤχει ὀμπρός του σὰν ἀστέρι.
Τὸ γυρίζει, τὸ τραβᾷ·
Ἀγωνιέται βλαστημᾶ…

Τὸ διαμάντι ἀπεθυμάει,
Ἀλλ’ ὁ κόμπος τὸ ἐμποδίζει…
Τρίζει ἡ κλείδωσι, καὶ σκάει·
Τὸ λεπίδι τὴ χωρίζει…
Τὸ πετράδι, ποῦ ποθεῖ
Εἰς τὸ χέρι του φορεῖ!

Τὸ σανίδι κλεῖ μὲ βία·
Τὸ σφυρὶ μεμιᾶς φουχτόνει·
Μπήχνει, χώνει τὰ καρφία,
Καὶ καρφόνει, καὶ καρφόνει·
’Πάει νὰ φύγῃ, δὲν ’μπορεῖ·
Λὲς καὶ κἄποιος τὸν κρατεῖ…

Ὁ λῃστής, ὁ ἀφωρισμένος,
Δὲ ’μιλεῖ, δὲν ἀνασαίνει·
Καὶ θαρρεῖ ποῦ ὁ πεθαμμένος
Τὸ μανίκι τοῦ βασταίνει…
Ἐκαρφώθη μοναχός·
Ξεψυχᾷ, πέφτει νεκρός!

Μὲς ’ς τὸ μνῆμα τὸ ’δικό του
Ὁ νεκρὸς τὸν καταιβάζει·
Τὸ κομμένο δάκτυλό του
Εἰς τὸν Πλάστη παρουσιάζει·
Κ’ ἐμπροστὰ ’ςτὸ θεῖο Κριτὴ
Ἀπ’ τὸ ράσο τὸν κρατεῖ!

Ἀνδρέας Μαρτζώκης.