Το δίδραχμον
Τὸ δίδραχμον Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
φίλος ἐβάδιζε πλησίον μου· ἐστήριξε τὰ βλέμματα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους· ἦτο σιωπηλός, περίσκεπτος· σημεῖον ὅτι διωργάνιζεν ἐναντίον μου μακράν τινα αἰσθηματικὴν ἀνακοίνωσιν, ἐξ ἐκείνων τὰς ὁποίας πολλάκις ὑφιστάμην ἐξ αὐτοῦ. Εἶμαι δι’ αὐτὸν τὸ λεύκωμα ἐν ᾧ συνηθίζει νὰ ἐμπιστεύεται τὰς σκέψεις καὶ τὰς ἐντυπώσεις του, τὰς χαρὰς καὶ τὰς θλίψεις του, μίαν πτερωτὴν παραδοξολογίαν, ἓν ἀτάκτως συνυφασμένον διήγημα, ἓν ποίημα χωρὶς μέτρων καὶ ὁμοιοκαταληξιῶν. Τοῦ λέγω ἐνίοτε, ἀφοῦ τὸν ἤκουσα προσεκτικῶς:
— Μὰ γιατὶ δὲν τὰ γράφεις αὐτά;
Καὶ μοῦ ἀπαντᾷ σοβαρῶς:
— Τὸ δύσκολον εἶνε ὄχι πῶς νὰ γράφῃ κανείς, ἀλλὰ πῶς νὰ μὴ γράφῃ.
Ἐξηκολούθει ἠ ἄσκοπος ἡμῶν περιπλάνησις, ὅτε τὸν βλέπω ἔξαφνα κόπτοντα ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου καὶ λαμβάνοντα ἐκεῖθεν κἄτι· ἓν δίδραχμον.
— Ἔκαμες τὴν τύχη σου, λέγω μειδιῶν.
Ἀλλ’ ἐκεῖνος, δίχως ν’ ἀπαντήσῃ, ἵσταται ἀκίνητος ἀτενίζων πρὸς τὸ εὕρημα τόσον τρυφερὰ ὥστε δὲν ἠδυνήθην νὰ κρατήσω τὸν γέλωτα. Μόνον ὁ Πετράρχης προσέβλεψε τοιουτοτρόπως τὸ χειρόκτιον τῆς Λαύρας ὅτε τὸ ἔρριψεν ἡ τύχη ἐπὶ τῆς ὁδοῦ του. Ἡ ὑπερρομαντικὴ ἀπάθεια τοῦ φίλου μου ἐπλησίαζε καὶ πρὸ τῶν ὀμμάτων μου εἰς τὰ σύνορα τοῦ γελοίου. Ἠδυνάμην νὰ δικαιώσω τὴν συγκίνησίν του, ἀποδίδων αὐτὴν εἰς θετικώτερα αἴτια· ἀλλ’ ἐγίνωσκον ὅτι κατὰ πᾶσαν ὥραν τοῦ ἔτους ἔθαλλεν ἀείποτε ἐντὸς τῶν θυλακίων του ἔαρ… ἀργυρόχρυσον.
Ὁ φίλος μου ἀνακύψας ἐνόησε τὰς σκέψεις μου· καὶ μὲ τὴν συνήθη του συνοφρύωσιν, ἐν ᾗ ἐκδηλοῦται τὸ μελαγχολικὸν καὶ τὸ ῥεμβῶδες τῆς φύσεως αὐτοῦ, καὶ μὲ τὴν σιγαλὴν φωνήν του, ἐν ᾗ ἀποτυποῦται ἡ ἠρεμία τοῦ χαρακτῆρός του, μοῦ εἶπε:
— Νὰ ἤξευρες, καϋμένε, τί μοῦ ἐνθυμίζει αὐτὸ το δίδραχμον… τί μοῦ ἔφερεν ἔτσι ἔξαφνα μπροστά μου… πῶς μὲ τράβηξε δώδεκα χρόνια πίσω… τί καλοκαῖρι μοῦ παρουσίασε μέσα εἰς αὐτὸν τὸν χειμῶνα… δὲν θὰ γελοῦσες. Σημείωσε ὅτι αὐτὸ εἶνε τὸ δεύτερον πρᾶγμα ποῦ εὑρίσκω, καὶ ποῦ μοῦ ἐνθυμίζει τὸ πρῶτο μου εὕρημα… ἀλλὰ στάσου πρῶτα νὰ τὸ ἀποδώσω· ἂν δὲν τοῦ ἀνήκῃ, ἀλλ’ εἶνε δίκαιον νὰ τοῦ ἀνήκῃ.
Καὶ λέγων ἀπέθηκε τὸ δίδραχμον ἐπὶ τῆς ἠνεῳγμένης χειρὸς τυφλῆς γραίας, ἐπαιτούσης ἐπὶ τῆς ἄκρας τῆς ὁδοῦ, δι’ ἧς διηρχόμεθα.
Καὶ μετ’ ὀλίγον ἐξηκολούθησεν ὡς ἑξῆς:
— Δὲν ἤμουν περισσότερον ἀπὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν παιδί· ἀκόμη δὲν εἶχα ἔβγει ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον μου, δὲν ἤξερα τὶ θὰ εἰπῇ ταξεῖδι· ἡ μόνη θάλασσα, μὲ τὴν ὁποίαν ἄφοβα εἶχα νὰ κάμω, ἦτον ἐκείνη ποῦ ἐτριγύριζε τὸ ἀκρογιάλι μας· κάθε μέρα σχεδὸν εὑρισκόμουν μέσα σὲ μιὰ βάρκα, κ’ ἐπήγαινα μαζῆ μ’ ἄλλα παιδιὰ ἐπάνω εἰς ἕνα μεγάλο μεγάλο καΐκι, παλῃὸ χωρὶς κατάρτια, σαπισμένο, τρυπημένο, θλιβερὸ σὰν μνῆμα· ἦτον ἀραγμένο ὡς δέκα λεπτὰ μακρὰν ἀπ’ τὴν ἀκρογιαλιά. Ἦτον αὐτὸ τὸ μόνον ταξεῖδι ποῦ εἶχα ἐπιχειρήσει ὡς τότε. Καὶ ὅμως ὅταν ἤκουσα νὰ γίνεται λόγος εἰς τὸ σπίτι δι’ ἐκείνους ποῦ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ναυτίαν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀπαντοῦσα ὑπερήφανος ὡς νὰ εἶχα περάσει τὸν ὠκεανόν: «Ἐμὲ ποτὲ δὲ μὲ πιάνει ἡ θάλασσα!» Καὶ ὅμως ἕνα ἦτον τὸ γλυκὸ ὄνειρό μου· τὸ ταξεῖδι. Ὅταν κάθε Σεπτέμβριον ἐσυνώδευεν ἡ οἰκογένεια ὡς ἐπάνω εἰς τὸ ἀτμόπλοιον τὸν μεγάλων ἀδελφόν μου ποῦ ἔφευγε διὰ τὰς Ἀθήνας, ἐγύριζα εἰς τὴν πόλιν γεμάτος ἀπὸ ἀνέκφραστσν μελαγχολίαν. Ἡ θέα τοῦ πλοίου, ὅπως ἦτον ὑψηλὸ καὶ πλατύ, ὁ καπνὸς τοῦ φουγάρου, οἱ κρότοι ποῦ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη του, ὁ θόρυβσς ποῦ ἔκαμναν βαρκάρηδες καὶ ναῦται, ὁ φόβος ποῦ ἔπιανε τοὺς ἐπιβάτας, ἡ θάλασσα ποῦ ἄφριζεν ὡσὰν θυμωμένη τριγύρω του, μ’ ἐξάφνιζαν καὶ μ’ ἐγοήτευαν. Ὁ ἀδελφός μου ἔφευγε διὰ τὰς Ἀθήνας, δηλαδὴ διὰ τὸν παράδεισον, ὅστις ἤρχιζεν ἀφ’ ὅτου ἕβαζε τὸ πόδι του εἰς τὸ βαπόρι. Πῶς ἐζήλευα τοὺς μικροὺς συντρόφους μου τοὺς ὁποίους τὸ καλοκαῖρι ἔπερναν μαζῆ των οἱ γονεῖς εἰς τὰ ταξείδια. Διὰ τοῦτο ἐπέταξα ἀπὸ τὴν χαράν μου καὶ δὲν ἐτόλμησα νὰ τὸ πιστεύσω ἀμέσως, ὅταν ἔμαθα ὅτι ὁ θεῖος μου θὰ μὲ πάρῃ μαζῆ του εἰς τὴν Κεφαλληνίαν διὰ νὰ ἴδωμεν ἕνα ἄγνωστον συγγενῆ μας.
Καὶ ἦλθεν ἡ ποθητὴ ἡμέρα. Μοῦ ἐφάνη ἀπὸ τότε ὅτι ἐμβῆκα εἰς νέαν περίοδον βίου· μοῦ ἐφάνη ὅτι ἐμεγάλωσα πρὸ τοῦ νὰ μεγαλώσουν τὰ χρόνια μου. Ἀλλὰ δὲν πρόκειται τώρα νὰ σοῦ περιγράψω τὰς συγκινήσεις τοῦ πρώτου ταξειδίου, τὴν ζωήν μου μέσα εἰς χαριτωμένα χωριά, ὅπου ἐπέρασα δυὸ μῆνες, γεμάτους καλωσύνη, δροσιά, πρασινάδα, σὰν καναρίνι μετὰ εἰς τὰ χέρια τῆς ὡραιοτέρας καὶ περιποιητικωτέρας κόρης. Οἱ δύο ἐκεῖνοι μῆνες ἀνάμεσα εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ζωὴν τῆς φύσεως μὲ ἔκαμε νὰ αἰσθανθῶ καὶ νὰ γνωρίσω περισσότερα ἀφ’ ὅσα εἰς ὁλόκληρα ἔτη θὰ μ’ ἐμάθαιναν σχολεῖα καὶ βιβλία. Αἰώνια θὰ ἐνθυμοῦμαι ταὶς ἰσκιεραὶς καὶ μεγάλαις ἐλιαίς, ἑκατὸ χρονῶν ποῦ ἦσαν, τοὺς περιπάτους ποῦ ἐχύνονταν εἰς αὐτοὺς κάθε δειλινὸν ἡ εὐωδίαις τῶν γιασεμιῶν ἀπὸ τὰ περιβόλια· τοὺς ἐστόλιζαν τὰ κορίτσια, τὰ ὁποῖα ἀντάμωναν μὲ τὴν ἀφέλειαν τῆς ἐξοχῆς τὴν ἀρχοντιὰν τῆς πόλεως. Καὶ τὰ πανηγύρια των δὲν θὰ τὰ λησμονήσω. Κ’ ἐκείνας τὰς θαλασσινὰς ἱστορίας, γεμάτες ἀπὸ συμβάντα καὶ κινδύνους· τὰς ἤκουον κάθε βράδυ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐξώθυραν ἢ γύρω εἰς τὸ τραπέζι μετὰ τὴν πρέφαν ἀπὸ τοὺς γέροντας ναυτικούς, παλαιοὺς καπετάνιους, ἀπομάχους τῆς θαλάσσης. Καὶ ἡ σελήνη μᾶς ἐφώτιζε γλυκύτερα μές’ ἀπὸ τοὺς κλάδους τῶν δένδρων, καὶ ἄναβεν ἡ φαντασία μου καὶ ἔτρεχεν εἰς τὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου καὶ τὰ κύματα τῆς Ἀζοφικῆς μὲ τὰς διηγήσεις των.
Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφευγαν αἱ ἡμέραι, τὸ καλοκαῖρι εὑρίσκετο εἰς τὸ τέλος, ὁ Σεπτέμβριος ἐσυμμάζευε τοὺς μικροὺς μαθητὰς εἰς τὰ σχολεῖα των. Ἔπρεπε κ’ ἐγὼ νὰ φύγω, ὁ πατέρας ἔγραφεν εἰς τὸν θεῖον νὰ μὲ στείλῃ τὸ ταχύτερον. Ἀλλ’ ὁ θεῖος μου ἦτον ἠναγκασμένος διὰ πολὺν καιρὸν ἀκόμη νὰ μείνῃ ἐκεῖ. Μὲ ποῖον νὰ μὲ στείλη; ἡ συγκοινωνία εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν δὲν ἦτο τόσον εὔκολος· τοῦ κάκου ἐκύτταζε νὰ εὕρῃ ἕνα γνώριμον εἰς τὸν ὁποῖον νὰ μὲ ἐμπιστευθῇ· καὶ ἔπρεπε πρὸ πολλοῦ νὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὸ σπίτι. Ὁ μόνος τρόπος, ὅστις ὑπελείπετο, ἦτο νὰ μὲ στείλη μοναχόν. Καὶ λοιπὸν ἓν δειλινόν, ἐνῷ ἐγυρίζαμεν ἀπὸ μακρυνὴν καὶ ὡραίαν ἐκδρομὴν μοῦ ἀναγγέλλει ὁ θεῖος μου ὅτι αὔριον τὸ πρωῒ θὰ ἀνεχώρουν μόνος.
— Μὴ σὲ μέλλῃ· δὲν εἶσαι πλέον μικρός· θὰ σοῦ βγάλω τὸ εἰσιτήριο· πρώτη θέσι μάλιστα· θὰ εἶσαι μέσα εἰς τὸν καλλίτερο κόσμο· θὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς τὸ βαπόρι, καὶ θὰ σὲ συστήσω ’ς τον καμαρῶτο. Πρέπει νὰ μάθῃς ἀπὸ τώρα νὰ ταξιδεύῃς. Ὁ πατέρας θ’ ἀρθῇ νὰ σὲ πάρῃ ἀπὸ τὸ βαπόρι.
Εἰς ἄλλην περίστασιν τὸ ἄκουσμα τῆς ἀναχωρήσεως θὰ μοῦ ἐπροξένει λύπην καὶ δάκρυα. Ἀλλὰ τότε ὕστερον ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ θείου τὸ ὑπέστην πολὺ γενναιότερον. Ἡ σκέψις ὅτι θὰ ἐταξίδευα μόνος, ἡ ὑπερήφανος συναίσθησις ὅτι θὰ κατώρθωνα κἄτι τι, ὡς νὰ ἤμουν μεγάλος Κύριος, τὴν ἔκαμε γλυκιά, σχεδὸν εὐχάριστη, τὴ λύπη μου. Ναί! θὰ ἄφινα ὑγείαν εἰς τοὺς ὡραίους τόπους μὲ τὰ εὔμορφα περιβόλια καὶ ταὶς εὔμορφες ἱστορίαις· ἀλλ’ ὅταν θὰ ἐγύριζα εἰς τὴν πατρίδα, θὰ εἶχα τόσα νὰ διηγοῦμαι εἰς τοὺς φίλους, κ’ ἐκεῖνοι θὰ μὲ ἀκούουν καὶ θὰ προσέχουν καὶ θὰ τὰ χάνουν, καὶ μάλιστα ὅταν φθάσω εἰς τὸ θαυμαστότερον σημεῖον τῆς περιηγήσεως, εἰς τὴν ἐπιστροφήν. Σημείωσε ὅτι ἔπασχα τότε φοβερὰ ἀπὸ τὴν μεγαλομανίαν τῶν παιδιῶν· ποτὲ δὲν ἐπικραινόμην τόσον ὅσον ὅταν ἤκουα νὰ μὲ φωνάζουν «ὁ μικρός.» Καὶ φαίνεται ὅτι ἡ φύσις, ὡς τιμωρίαν διὰ τὴν ἀνοησίαν μας ἐκείνην, μᾶς κάμνει, ἀφοῦ μεγαλώσωμεν, νὰ λαχταροῦμεν αἰωνίως τὸν θησαυρὸν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅστις ποτὲ πλέον δὲν ἐπανευρίσκεται.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν πρωῒ πρωῒ μ’ ἔφερεν ὁ θεῖος εἰς τὸ βαπόρι καὶ ἐφρόντισε περὶ ἐμοῦ ὅπως ἠμποροῦσε καλλίτετερα. Μοῦ ἐσύστησε νὰ μένω κάτω εἰς τὴν κοκκέταν, ἀλλὰ μόλις μ’ ἐφίλησε, καὶ ἔφυγε, καὶ τὸ βαπόρι ἐκινήθη, ἀνέβηκα εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἤρχισα νὰ κινοῦμαι ἄνω κάτω, νὰ ἐξετάζω τὰ πάντα, καὶ νὰ ἐπιδεικνύω μὲ ἀνδρικὴν σοβαρότητα τὸ σπιθαμιαῖον ἀνάστημά μου ἀνάμεσα εἰς τὸ πλῆθος τῶν συνεπιβατῶν. Ἡ πρωΐα ἦτον καθαρωτάτη, ὁ ἥλιος ὁλόχρυσος ἐχύνετο ἐπάνω εἰς τὰ κύματα, κ’ ἐλάμπρυνε τὴν ἀνθηροτάτην σειρὰν τῶν βουνῶν τῆς Κεφαλληνίας. Οἱ ἐπιβᾶται χαίρονται τὸν ὡραῖον καιρόν, θορυβοῦν, περιπατοῦν, συνδιαλέγονται, γελοῦν, καπνίζουν. Ἀλλ’ ἐξ ὅλων τὴν προσοχὴν μου ἰδιαιτέρως προσελκύει ἓν ζεῦγος. Ἕνας ὑψηλὸς ἀξιοπρεπέστατος Κύριος μὲ λευκὰ γένεια, ἀρχοντικὴν ἐνδυμασίαν καὶ ἐπιβλητικοὺς τρόπους, κάθηται πλησίον εἰς μίαν κόρην, ἡ ὁποία μόλις θὰ ἦτο δεκαὲξ ἐτῶν, θυγατέρα του ἴσως. Λυγερὴ καὶ ὁλόδροση, μὲ ἀνάστημα ἀγάλματος, καὶ δύο μάγουλα χνουδωτὰ καὶ χρωματισμένα ’σὰν ῥοδάκινα, μὲ μάτια σκιερὰ μαζῆ καὶ λαμπερὰ, ὡς ἡ ὥρα τῆς δύσεως. Φαίνεται ὡς νὰ μὴν ἐννοοῦν τί γίνεται τριγύρω των, καὶ νομίζεις πῶς εἶνε συμμαζευμένοι ὁ ἕνας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ ἄλλου. Δὲν ἀσωτεύουν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ τὰ βλέμματά των· πότε συνομιλοῦν ἥσυχα, καὶ ποτὲ γυρίζουν τὰ φύλλα ἑνὸς εἰκονογραφημένου βιβλίου. Δὲν ἠξεύρω διατὶ δὲν ἠμποροῦσα, ἀφοῦ τοὺς ἐκύτταξα πρώτην φορὰν, νὰ γυρίσω ἀλλοῦ τὰ μάτια μου. Μοῦ ἐφαίνοντο σὰν δύο μεγάλαις θαυμασταὶς ζωγραφιαίς, ὁ γέρος μὲ τὰ λευκὰ γένεια, καὶ ἡ κόρη μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά, τὰ ὁποῖα ἔπεφταν εἰς δύο μακρὰς πλεξίδας ἐπάνω εἰς τὴν πλάτην, καὶ θὰ μοῦ ἐνθύμιζαν τώρα τοὺς στίχους ἐκείνους:
Εἰς τοὺς ἀγγέλους τὰ πτερὰ ἐχάρισε στολὴν,
Κ’ εἰς τὰς γυναῖκας ὁ Θεὸς ἐδώρησε τὴν κόμην.
Τὸ μεσημέρι κατέβηκαν εἰς τὰ καμαράκια των· τὸ ἀπόγευμα ἐφάνηκαν πάλι καὶ ἐκάθισαν εἰς τὴν σάλαν. Ἀντικρὺ των παρηκολούθουν προσεκτικὰ ὅλα των τὰ καμώματα, γεμᾶτα ἀπὸ σεβασμὸν καὶ ἀπὸ στοργὴν, καὶ μέσα εἰς ἐκείνην τὴν προσήλωσιν ἓν παράπονον μόνον ἔκρυπτα. Ἡ ὡραία κόρη, ἡ μεγάλη κυρία, δὲν κατεδέχθη οὔτε μίαν φορὰν νὰ γύρῃ ἐπάνω μου τὸ βλέμμα της. Τὸ πρᾶγμα μ’ ἐλυποῦσε κατάκαρδα. Εἶχα τὴν ἀπαίτησιν νὰ μὴ μὲ βλέπουν πλέον σὰν παιδὶ καὶ ἀφοῦ εἶχα λησμονηθῆ ἔμπροσθέν της, διατὶ κ’ ἐκείνη νὰ μὴ προσέξῃ εἰς ἐμέ;
Μετ’ ὀλίγον ἐσηκώθηκαν διὰ νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὸ κατάστρωμα. Ὁ κύριος λαμβάνει τὸ ἐπανωφόρι του ἀπὸ ἓν κάθισμα ὅπου τὸ εἶχε ῥίψει. Ἀφοῦ ἔμεινα μόνος κάτω, ἐσηκώθηκα καὶ ἐγὼ, ἀλλ’ ἔξαφνα διακρίνω σιμὰ εἰς τὸ κάθισμα ῥιγμένον ποῦ εἶχε ὁ κύριος τὸ ἔνδυμά του κἄτι τι ποῦ ἔλαμπε· τὸ πέρνω καὶ βλέπω ὅτι εἶνε χρηματοφυλάκιον ἀπὸ ῥωσσικὸν δέρμα μὲ ἀργυρᾶ θηλυκώματα. Ἡμιάνοικτον, παρουσιάζει εἰς τὰ μάτια μου παχεῖαν δέσμην ἀπὸ χαρτονομίσματα· βέβαια θὰ εἶνε δικά τους. Τὸ κλείω, καὶ τρέχω ἐπάνω.
— Κύριε, κύριε!
Ὁ κύριος στρέφεται βαρύς κ’ ἐκείνη μὲ παρατηρεῖ ὡς νὰ μ’ ἔβλεπε τότε πρῶτον.
— Δικό σας εἶνε μοῦ φαίνεται, αὐτό;
— Ἆ! τὸ πορτοφόλι μου! ἀνέκραξεν ὁ Κύριος ἁπλώνων μὲ ὁρμὴν τὸ χέρι πρὸς αὐτό.
— Σᾶς εἶχε πέσει κάτω ς’ τὴ σάλα, προσθέτω, καὶ ἀπομακρύνομαι ἀξιοπρεπῶς, ἀφοῦ εὐσεβάστως ἐχαιρέτησα, καὶ τὴν εἶδα νὰ στρέψῃ πρὸς ἐμὲ μὲ φιλικώτατον χαμόγελον, μὲ βλέμμα ὅλον εὐγνωμοσύνης, καὶ τὴν ἤκουσα νὰ λέγῃ:
— Γιὰ φαντάσου μπαμπᾶ, νἄπεφταν ς’ ἄλλα χέρια καὶ εἶνε ὁλόκληρος περιουσία.
Ἀπόρησα μὲ τὰ λόγια της. Ἔτρεχαν κίνδυνον τὰ χρήματά των ἂν ἔπεφταν εἰς ἄλλα χέρια! Δὲν ἠμποροῦσα, πίστευσέ με, νὰ καταλάβω ὅτι ὑπῆρχον ἄνθρωποι, οἵτινες θὰ ἐπροτιμοῦσαν νὰ κερδίσουν τὰ χρήματα, καὶ νὰ χάσουν τὸ βλέμμα καὶ τὸ χαμόγελον μιᾶς κόρης ὡς ἐκείνη. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἤμουν τόσον ὑπερήφανος ὅσον τότε διὰ τὸ κατόρθωμά μου. Κ’ ἐχρεωστοῦσα χάριν εἰς τὸ ταξεῖδι μου. Ὕστερον ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἀφοῦ ἔπαυσα, κατὰ τὴν ἰδέαν μου, νὰ εἶμαι παιδὶ δι’ αὐτάς, ἔπαυσε κ’ ἐκείνη νὰ εἶνε δι’ ἐμὲ ἡ ἀκατάδεκτος κυρία, ἡ ὁποία σχεδὸν μ’ ἐπίκραινε. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὰ μάτια της ἐσταματοῦσαν ἐπάνω μου, ὡς νὰ εἴμεθα παλαιοὶ φίλοι. Καὶ μ’ ἐπροσκάλεσε σιμά της καὶ μ’ ἐρώτησε πολλὰ πολλά, καὶ ἦτον ὅλη προσοχὴ καὶ χαμόγελον. Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τὸ ταξεῖδι μου — τὸ ἰδικόν των ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη, — καὶ ἤμουν ἕτοιμος νὰ κατέβω, μοῦ ἔσφιξε τὸ χέρι μέσα εἰς τὸ χεράκι της. Τὸ χέρι ἐκεῖνο ἔδιδε τὴν εὐτυχίαν καὶ εἰς μεγάλους καὶ εἰς μικρούς, καὶ ὅταν ἀκόμη τὴν ἐχρεωστοῦσεν εἰς ἓν χρηματοφυλάκιον.
Ἄλλοι κρατοῦν φυλαγμένας εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας των τὰς παλαιὰς γνωριμίας ὡς ἄνθη ξηρὰ εἰς τὰ βάθη τοῦ συρταρίου των, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχον στολίσει ἄλλοτε τὰ στήθη, τὰ μαλλιά των τὰ εἶχον κρατήσει εἰς τὰ χέρια των, κ’ ἐχόρτασαν τὴν εὐωδίαν των. Ἀλλ’ ἡ κόρη ἐκείνη, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἐπανεῖδα, μένει εἰς τὴν ἐνθύμησίν μου ὡς διαμάντι, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυσά ποτε ὀπίσω ἀπὸ τὰ κρύσταλλα ἑνὸς κοσμηματοπωλείου, καὶ δὲν ἠμποροῦσα οὔτε νὰ τὸ ἐγγίσω, οὔτε νὰ τὸ ἀγοράσω… Ὅλην αὐτὴν τὴν ἁπλῆν ἱστορίαν, τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπα μὲ πολλὰ λόγια, μοῦ τὴν ἐνθύμησεν ἔξαφνα τὸ δίδραχμον ποῦ εὑρέθη ἐμπρός μου. Καὶ ὅταν ἐνόμιζες ὅτι κυττάζω τὸ εὕρημα, ἔβλεπα τὸ διαμάντι ποῦ ἀκτινοβολοῦσε…
— Ἴσως, προσέθηκα. Ἀλλὰ τὸ δίδραχμον, καθὼς τὸ ἐχρησιμοποιήσες, δὲν ἄξιζεν ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ παλαιόν σου εὕρημα, ὅταν τὸ ἀπέδιδες εἰς τὸν κύριόν του. Ἴσως μάλιστα βαρύνει περισσότερον ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνην μιᾶς ὡραίας ἡ εὐχὴ μιᾶς δυστυχισμένης.
Κωστῆς Παλαμᾶς.