Το βρέφος
Συγγραφέας:


Μοι εμειδία το μικρόν, μοι έτεινε τας χείρας,
κι εγέλα η ψυχή του.
Εγέλα, ω! Δεν έφερε την μελανήν της μοίρας
σφραγίδα, η ψυχή του.

Ωσεί εικών εφαίνετο της ιλαράς γαλήνης
κι εγέλα το μικρόν.
Εισέτι δεν ενέπνευσε, δεν έπιεν οδύνης
ποτήριον πικρόν.

Απήυγαζον εκ της χαράς οι δύο οφθαλμοί του
εσκίρτα κι εμειδία,
ήσαν ζωή, συγκίνησις, οι τρυφεροί παλμοί του
και όχι αγωνία.

Το όμμα του δεν έκλαυσεν, ειμή εξ εξ ευτυχίας
ειμή εξ ου χαράς.
Θα κλαύση όμως έπειτα πολύ εκ της πικρίας
και άλλης συμφοράς.

Θα γράψη την πορεία του επί τας παρειάς σου
ο χρόνος και θα γίνης,
ταλαίπωρον, ακόλουθος του θλιβερού θιάσου,
της λύπης, της οδύνης.

Η τώρα ξανθή κώμη σου, τοιαύτη δεν θα μείνη,
θα γίνη ως χιών
και το αθώον στόμα σου παράπονα θα χύνη
πικρά, προς τον Θεόν.

Ω άνθος φρούδο, ωχριά η τόση ωραιότης
και φθίνει παρακαίρως,
θα σε μαστίσουν, δύστηνον μικρόν, η ανθρωπότης,
αι λύπαι ή ο έρως.

Αλλ' είθε, είθε υπέρ σου η τύχ' η ολεθρία,
μικρόν μου, να καμφθή,
είθε ποτέ η λυπηρά αυτή μου η προφτεία,
ποτέ να μην εκπληρωθή.