Το έκθετον
Συγγραφέας:


Ψυχρός εσύριζε βορράς, βαθύ το σκότος ήτο
και ύπνωττεν η συμφορά μετά της ευτυχίας·
ο αγρυπνών την σιωπήν εκείνην εφοβείτο
και έβλεπε τον θάνατον εν μέσω της σκοτίας.

Ολολυγμός αντήχησεν, ολολυγμός νηπίου·
ήτο έν έκθετον - αγνός υιός της αμαρτίας· -
και κλαίει το ταλαίπωρον προ του βρεφοκομείου
κ' είδε την νύκτα πριν ιδή την χάριν της πρωίας.

Ω, την πρωίαν της ζωής ποτέ δεν θα γνωρίση,
με φρίκην την νεότητα αυτού θα ενθυμήται·
άσμα κανέν φιλόστοργον δεν θα το νανουρίση·
κ' έχει μητέρα άγνωστον, ήτις γυνή καλείται ...

Πώς σπλάγχνα έδωκε μητρός ο πλάστης εις έν τέρας,
και χείλη διά φίλημα και γάλα εις τα στήθη;
Πώς την εικόνα εαυτού δωρών εις τας μητέρας
καν των θηρίων την στοργήν εις ταύτην απηρνήθη;

Εν μέσω ζάλης συλληφθέν ερώτων αθεμίτων,
ενώ ουδείς εσκέπτετο την σκοτεινήν του μοίραν,
τοσούτον χρόνον της μητρός η ατιμία ήτον,
κ' ερρίφθη ήδη έρημον εις της ζωής την θύραν.

Και πέραν ύβρεις αγενείς και στίγμα ατιμίας·
εγείρεται πολέμιος αμείλικτος η φύσις,
ουδείς δεσμός τα συγκρατεί μετά της κοινωνίας,
δεν έχει καν νεότητα δεν έχει αναμνήσεις.

Πόσαι υπάρχουν Μήδειαι εντός της κοινωνίας
καλύπτουσαι τα αίσχη των με παιδοκτόνου σκότη
και την τιμήν των σώζουσαι διά ψυχράς κακίας!
Τί χρησιμεύει η τιμή αν η στοργή υπνώττη;

Και ήδη τίς θα ασπασθή το ατυχές παιδίον,
και τίς εκ των ομμάτων του το δάκρυ θα σπογγίση;
αφού καρδία μητρική δεν αγρυπνεί πλησίον,
τίς θ' απωθή τον θάνατον αν ίσως προσεγγίση;

Και διά ποίον το γλυκύ μειδίαμα εκείνο
τοσούτων πόνων αμοιβή προς την καλήν μητέρα;
το δυστυχές· θα βαπτισθή αώρως εν τω θρήνω,
και άνευ της ανατολής επήλθεν η εσπέρα.

Ας αποθάνη κάλλιον αφού νεκρόν θα κλίνη,
οπόταν κράξη «μήτερ μου» χωρίς ν' αποκριθώσι·
το εύθραυστον ανθύλλιον, ειπέτε, τί θα γίνει,
αι ρίζαι του στελέχους του εάν αποκοπώσι;