Το άγαλμα του Καποδίστρια
Τὸ ἄγαλμα τοῦ Καποδίστρια Συγγραφέας: |
Γιατὶ χαρούμενη
στὸν ἥλιο βγαίνει
τοῦ ἐνδόξου Γέρου μας
ἡ ἁγνὴ θωριά,
ἐνῷ, ἀπὸ σύγνεφα
περιζωμένη,
ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται
σὲ κρύα νυχτιά;
Ἂν λίθος ἔφτανε
λαλιὰ νὰ βγάλῃ,
θ’ ἀκούαμε σήμερα
τοῦτος νὰ πῇ:
Τὸ σκότος, πὤκρυψε
τὰ θεῖα σου κάλλη,
θὰ πέσῃ ἀνέλπιστα,
θλιμμένη γῆ!
Ὡς τώρα εφάνηκα,
ποῦ ὁ τόπος θέλει
νὰ μ’ ἔχῃ, ὡς ἤμουνα,
στὰ μάτια ὀμπρός,
μὲ βάση ἀκλόνητη,
μὲ ἀκέρῃα μέλη,
θὰ βγῇς, ὦ Ἑλλάδα μου,
στοῦ ἡλίου τὸ φῶς. –
Ναί, Μεγαλόψυχε,
δὲ θὰ πεθάνῃ
μ’ ἐλπίδαις ἄκαρπαις
ἡ ἀθλία ποτέ,
πὤχει στὸ μέτωπο
λαμπρὸ στεφάνι,
πὤχει στὴ μνήμη της
τέκνα ὡς ἐσέ,
Ἂν ὁλοφάνερα
κάτου σὲ φέρῃ
ἐδὼ στὴ μέση μας
τέτοια γιορτή,
βάλε στὸ στῆθος σου
γοργὰ ἕνα χέρι,
νὰ μὴν ξανοίξωμε
κἀμμία πληγή.
Μεγάλη δέιχνοντας
ἀγάπης φλόγα,
ποῦ ἐπῆρε δύναμη
στὸν οὐρανό,
μὲ τ’ ἄλλο χέρι σου
τὸν κόσμο εὐλόγα,
ἐνῷ χαρούμενος
δακρύζει ἐδῶ.
Θὰ ἰδῇς νὰ πέσουνε
στ’ ἀνήλια βάθη,
μόλις τὴν ἅγια σου
πάρουν πνοή,
ζήλειαις φιλόδοξαις,
διχόνιαις, πάθη,
ποῦ τόσο ἐμάραναν
κάθε ψυχή.
Γυρνῶντας πρόθυμα
τὰ μάτια πέρα,
θὰ ἰδῇς καὶ γέρονταις,
καὶ ἀθῷα παιδιά,
ποῦ, γιὰ τὸ μνῆμα σου,
στὴν Πλατυτέρα
στεφάνια πράσινα
φέρνουν πολλά.
Ἐλπίδα μέσα μας
θὰ ἰδῇς νὰ γύρῃ,
σὰν τ’ ἀλαφρόνερο
δροσιστικιά,
ὁποῦ συχνότατα
στὸ μοναστῆρι
μᾶς γλυκοπότισε
τὰ σωθικά.
Πόθοι ἀνεξάκουστοι!
Μᾶς ἀγναντεύεις,
καὶ μένεις ἥσυχα
στοὺς οὐρανούς·
ἐδῶ σὲ κράζομε,
καὶ δὲ σαλεύεις,
μ’ ὅλο ποῦ χαίρεσαι
νὰ μᾶς ἀκοῦς.
Τῆς γῆς τὸ κάλεσμα
ψηλὰ σὲ βρίσκει,
ὅπου ἀναρίθμητοι
μεγάλοι ζοῦν·
ὅπου οἱ Κανάρηδες
κ’ οἱ Καραΐσκοι,
μὲ σέβας ἄφωνο,
σὲ τριγυρνοῦν.
Δεήσου, ἀθάνατε,
θερμὰ δεήσου
γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας
τὴν ἀκριβή·
ἀς κάμῃ ἡ δύναμη
τῆς προσευχῆς σου
μέραις καλήτεραις
ἡ ἀθλία νὰ ἰδῇ!
Μεῖνε στὸν κόσμο σου!
Δὲ στέργει ὁ Χάρος
ν’ ἀφήσῃ ἐλεύθερη
κἀμμία ψυχή·
μεῖνε! –στὰ στήθια μας
νὰ δώσῃ θάρρος.
Φτάνει τὸ μάρμαρο
ποῦ ἐστήθη ἐκεῖ!