Το Συναξάρι του Αγίου Κασσιανού

Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ.


(Δημώδης καλογηρικὴ παράδοσις.)


Οἱ Ἅγιοι στὸν οὐρανὸ
συνάχθηκαν ἕνα πουρνὸ
’μπρὸς στοῦ Θεοῦ τὸ δῶμα.
Τάκ, τοῦκ! Τὴν θύρα του χτυποῦν:
Ἔχουνε κἄτι νὰ τοῦ ’ποῦν—
Μήπως κοιμᾶτ’ ἀκόμα;

“Καὶ βέβαια! Ἀπὸ τεμπελιὰ
κι’ ἀπὸ κοιμῆσ’ ἄλλη δουλειὰ
τοῦ Λόγου του δὲν κάνει!”
(Ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς
τὸ εἶπε, ποῦ τοῦ καθενὸς
τὴν γνώμη προλαμβάνει.)

“Λέν, εἰς παμπάλαιον καιρὸν
πῶς μιὰ δουλειὰ ἐξ ἡμερῶν
ἐπῆρεν εἰς τὰ χέρια.
Κ’ ἔκτισε κῦμα καὶ στεριά,
κ’ ἔπλασ’ ἀνθρώπους καὶ θεριά,
κ’ ἐγυάλισε τ’ ἀστέρια.

“Μὰ σοῦ ἐπῆρεν ἀπ’ ἐκεῖ
γιὰ μιὰ μεγάλη Κυριακὴ
τὸν ἄπειρον αἰῶνα!
Ἐνῷ οἱ Ἅγιοι ’γδυτοί,
’ως καὶ στὴν ἴδια μας γιορτή,
δουλεύουμε γι’ Αὐτόνα!”

Πρὶν ἀποσώσῃ τὴν λαλιά,
ἀνοίγ’ ἡ θύρα μιὰ σταλιά,
καὶ βλέπ’ αὐτὸς κ’ οἱ ἄλλοι—
Δὲν ἐφαινότανε μορφή,
μὰ εἶδαν τ’ ἄσπρο τὸ σκουφί,
π’ ὁ Θεὸς τὴν νύχτα βάλλει.

Τοῦ Κόσμ’ Αὐτὸς τὴν μηχανή,
μὲ τὸ ποδάρι του κουνεῖ,
κι’ ἀλείφει μὲ τὸ χέρι·
Ἡ ’πουκαμίσα ποῦ φορεῖ
καὶ ἡ ’ματιά του μαρτυρεῖ
πῶς ’δούλευε νυχτέρι.

Ἅμα τὸ εἶδαν οἱ καλοί,
σὰν νᾆχαν ὅλοι μιὰ βουλή,
τὸ βλέμμα σκύβουν κάτω,
κι’ ἀρχίζουν μὲ πολλὴ βοή:
“Τὸν Κύριον πᾶσα πνοὴ
καὶ κτίσις αἰνεσάτω!”

Ὁ Θεὸς ἀκούει καὶ γελᾷ·
κι’ ἀνασκομπόνει στ’ ἀψηλὰ
τοῦ ῥούχου τὰ μανίκια:
“Καλὰ τὸ λέγουν οἱ θνητοί,
πῶς ὅπου λείπει τὸ γατί
χορεύουν τὰ ποντίκια!”

Κ’ ἐνῷ οἱ Ἅγιοι μὲ πολλὴ
τοῦ ψαλλουρίζουν συστολὴ
τ’ ἀτέλειωτο τροπάρι,
νίβγετ’ Ἐκεῖνος καθαρὰ
κι’ ἀλλάζει μέσα, καὶ φορᾷ
τὴν θεϊκή του χάρη.

Ἔπειτα γνεύει σιγανὰ
τ’ ἀγγέλου ποῦ τὸν διακονᾷ
ν’ ἀνοίξῃ πιὰ τὴν θύρα.
Μόλις τὴν εἶδαν ν’ ἀνοιγῇ,
ἐσκύψαν ὅλοι μὲ σιγή,
καὶ προσκυνοῦν στὴν γύρα.

Ὁ Πλάστης γνεύει ἄλλη μιά.
Κ’ ἦταν αὐτὸ ἐπιθυμιὰ
νὰ εἰσαχθοῦν στὸ ’σπίτι.
“Μόλις ἐδόθ’ ἡ προσταγή,
καὶ θὰ φιλήσῃ λὲς τὴν γῆ
ἡ μακρυά τους μύτη!

“Ἀρκεῖ! Ἀρκεῖ! Εὐχαριστῶ!
Σᾶς ἔχω χάριν, ἂν αὐτὸ
τὸ αἴσθημα σᾶς μένῃ,
κι’ ὅταν κανεὶς δὲν σᾶς τηρᾷ -
Καὶ σᾶς ’βρεθῇ καμμιὰ φορὰ
ἡ θύρα μου κλεισμένη.”

Ἕνας τὸν ἄλλο τους κυττᾷ
κ’ ἐκπεπληγμένος ἐρωτᾷ,
μὲ τὴν ’ματιὰ μονάχα:
Ποιός εἶν’ αὐτός, ὅπου τολμᾷ
τέτοι’ Ἀρχηγὸ νὰ μὴν τιμᾷ
ὅπου κι’ ἂν ἦναι τάχα;

“Ὁρίστε μέσ’ ἀγαπητοί!
Βεβαίως τρέχει κἄτι τὶ
σπουδαῖο στὴν Ἑλλάδα,
γιὰ νὰ ’ξυπνήσετε βιαστοὶ
ἀπὸ τὴν κλίνη τὴν ζεστή,
’σὲ τούτη τὴν κρυάδα!”

Καθεὶς σκουντᾷ καὶ προσπαθεῖ
νὰ πρωτὠμβῇ νὰ θρονιασθῇ
εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ πλάγι.
Σταὶς πρόσχαραίς των ταὶς μορφαὶς
τὸ βλέπεις, ποῦ καλὸς καφὲς
τοὺς ’μύρισε καὶ τσάγι!

Σὰν ἐκαθῆσαν στὰ θρονιά,
κ’ ἐβούτησαν τὴν φρυγανιά,
καὶ ἤπιαν τὸ ζεστό τους—
Στρέφετ’ ὁ Πλάστης τοὺς κυττᾷ,
καὶ τὰ μαντάτα νὰ ῥωτᾷ
ἀρχίζ’ ἀπὸ τοὺς πρώτους:

Ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς—
Αὐτοὺς τοὺς προτιμοῦν, ἀκοῦς,
κι’ ὁ Θεὸς καὶ ᾑ κοκκώναις.
Γιατὶ τοὺς ἔχουν γιὰ φρουρούς,
ποῦ κόφτουν δράκοντας κ’ ἐχθρούς—
Ἐπάνω σταὶς εἰκόναις.

Τὸν Ἁγι-Γεώργη τὸ λοιπὸν
ῥωτᾷ μὲ βλέμμα χαρωπόν:
“Τί νέ’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα;”
Αὐτός, τὸ χέρι του στ’ αὐτί,
καὶ μὲ μιὰ στάση κορδωτή:
“Τὰ ’ξεύρεις, λέγ’, ἐκεῖνα!

“Τὴν μάν’ αὐτοί, ποῦ τοὺς γεννᾷ,
τὴν ῥουκανοῦν παντοτεινά,
σὰν δένδρο τὰ σκουλούκια.
Καὶ πέρνουν, γι’ ἄπειρα πουγγιά,
ἐλεημοσύν’ ἀπ’ τὴν Φραγκιὰ
κι’ ἀπ’ τὴν Τουρκιά—Χαστούκια!

Ἔπειτα στρέφει καὶ θωρεῖ
τ’ Ἁγί-Δημήτρη τὸ σκαρί,
ντρίτο, σὰν σπάθας θήκη.
Καί, “Τί μαντάτα, τὸν ῥωτᾷ,
ἀπ’ τῆς Ἠπείρου τ’ ἀνοιχτὰ
κι’ ἀπ’ τὴν Θεσσαλονίκη;”

“Καλά, τοῦ λέγ’, εὐχαριστῶ!
Μά, Προτεστάντη τὸν Χριστὸ
θὰ κάμουν αὐτοῦ πέρα,
κι’ ὅλους ἑμᾶς Αὐστριακούς—
Ἄν δὲν τοὺς βάλῃς τοὺς Γραικοὺς
’λίγο μυαλὸ μιὰ ’μέρα!”

Τότ’ ὁ Θεὸς στρεφογυρνᾷ
νὰ ’βρῇ μὲ ’μάτια γαλανὰ
τὸν Ἅγιο Νικόλα:
Αὐτὸς φροντίζει δι’ αὐτά.
Αὐτὸς τὴν Πίστ’ ὑπηρετᾷ—
Κι’ ἂς μὴν τὸ λέγει κι’ ὅλα.

Γυρνᾷ ’π’ ἐδώ, γυρνᾷ ’π’ ἐκεῖ—
Ὅλ’ εἶν’ αὐτοῦ οἱ συνοδικοί,
μόνον ἐκεῖνος ὄχι!
“’Ξεύρει κανείς σας, ποῦ κρατεῖ
Ἁγι-Νικόλας, καὶ γιατί
δὲν κάθεται στὴν κώχη;”

Ὅλοι τους γνέψιμο κοινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
γιὰ ν’ ἀπαντήσῃ ῥίπτουν—
Αὐτὸς τοὺς ἔφερεν· αὐτὸς
ἂς ὁμιλήσῃ θαρρετὸς
ὅ τι ἐκεῖνοι κρύπτουν.

Αὐτὸς ’σηκώθ’ ἀπ’ τὸ θρονί:
“’Βλόγησον, Πάτερ!” Προσκυνεῖ,
καὶ λέγει μὲ τὴν μύτη.
“Μᾶς ἐρωτᾷς συχνὰ πυκνὰ
ὁ κόσμος κάτω πῶς περνᾷ
στ’ ἀπότρελό του ’σπίτι.

“Θαρρῶ, θὰ ἦταν πιὸ καλά,
ἄν ἐρωτοῦσες μιὰ βολὰ
καὶ δι’ ἑμᾶς ’δῶ πέρα.
Καλὰ θὰ ἦταν. Ἀλλὰ Σύ—
Μὰ αὐτὴν τὴν δόξα τὴν χρυσή—
Ἐπῆρ’ ὁ νοῦς Σ’ ἀγέρα!

“Τώρα μοῦ νοιώθει τὸ μυαλό,
γιατί κανεὶς τὸν πιὸ τρελό
θεότρελο τὸν κράζει!
Αὐτὸ βεβαίως θὰ δηλοῖ,
πῶς ἡ τρελάρα ἡ πολλὴ
τὴν φρόνησή Σου ’μοιάζει!

“Γκρεμνιέτ’ ὁ τόπος ποῦ πατᾷς,
καὶ Σὺ ’ξετάζεις κ’ ἐρωτᾷς
τί νέ’ ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα;
Ἔχ! Καὶ νὰ ἤμουνα Θεός!
Νὰ φάγ’ ἐτοῦτος ὁ λαὸς
ζβερκιὰ καὶ μπαστουνάδα!

“Μώρ’ Χριστιανοί ’ναι τάχ’ αὐτοί,
καὶ πατριῶται θαρρετοί,
σὰν ἦταν ἡ γενιά τους;
Ἔχ! Καὶ νὰ εἶχα μιὰ νευρὰ
νὰ τοὺς ἀργάσω τὰ πλευρὰ
σαχλιὰ σὰν τὰ μυαλά τους!

“Μ’ αὐτὸ δὰ θἄρθῃ μοναχό,
σὰν στρέψ’ ὁ Χρόνος τὸν τροχὸ
ἀπ’ τοῦ Βοριᾶ τὰ μέρη,
καὶ τοὺς ἀλέσουν οἱ Ξανθοί,
σὰν ἅλας πὤχει μωρανθῇ,
σὰν ’ξέθυμο πιπέρι!

“Γι’ αὐτὸ συμπάθειο Σὲ ζητῶ,
ἂν μ’ ἔφυγε τὸ καθ’ αὐτὸ
τῆς ὁμιλίας νῆμα.
Μιὰ ἄλλ’ ἀνάγκη μᾶς βαστᾷ,
μᾶς ἔχει σύρ’ ἐδὼ ’μπροστὰ
στὸ θεϊκό Σου βῆμα.

“Ἁγι-Νικόλας μὲ χωρὶς
αἰτία κι’ ἀφορμὴ θαρρεῖς
λείπ’ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους;
Παρὰ σκυφτὸς ἐδὼ μ’ ἑμᾶς,
προκρίν’ ἐκεῖνος τὰς τιμὰς
ποῦ παίρν’ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.

“Σὲ κάθε τέμπλος π’ ἀπαντᾷ
στήνει τὸν θρόνο του κοντὰ
στοῦ γυιοῦ Σου τὴν μητέρα!
Κ’ οἱ ναύταις, ὅταν κονδυλοῦν,
σ’ ἐκεῖνον κράζουν καὶ λαλοῦν
τὸ Τὴν τιμιωτέρα!

“Κ’ ἐνῷ ἡ φτώχεια δὲν ’μπορεῖ
γιὰ μᾶς νὰ κάψ’ ἕνα κερὶ
καὶ δυὸ κουκκιὰ θυμιάμα,
αὐτὸς συχνὰ πυκνὰ πουλεῖ,
ἀπ’ τὴν περίσσεια τὴν πολλή,
χρυσὸ τὸ κάθε τάμα!

“Νοεῖς βεβαίως, πῶς αὐτὰ
τὴν Πίστη βλάπτουν δυνατὰ
καὶ τὴν Ἁγιωσύνη.
Ἐνῷ δὲν ἔπρεπε, φρονῶ,
νὰ λείπ’ ’ως κι’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
ἡ κοινοκτημοσύνη!

“Γιατί νὰ ἔχ’ αὐτὸς γιατί
τίμὴ καὶ δόξα, κ’ ἑορτὴ
λαμπρότερ’ ἀπὸ μένα;
Ἂς μᾶς τὸ ’πῇ ὀρθὰ κοφτὰ
τὰ δικαιώματά τ’ αὐτὰ
ποῦ τἄχ’ ἀποκτημένα!

“Ἂν ἦταν μάρτυς μὲ καρδιά—
Θἄλεγα: τέτοι’ ἀναποδιὰ
τὴν κάμνουν οἱ ἀνθρῶποι:
Σοῦ ’γδέρνουν κἄποιον σὰν σκυλί,
καὶ σὰν θεόν τους, οἱ μουρλοί,
τὸν προσκυνοῦν κατόπι!

“Ἂν ἦταν ἕνας ἀσκητής,
ἕνας σοφὸς ἢ ποιητής,
π’ ἀπέθαν’ ἀπ’ τὴν πεῖνα—
θἆχε κανεὶς ὑπομονή·
καὶ θἄλεγ’ ὅλ’ οἱ Χριστιανοὶ
πῶς εἶν’ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα.

“Τὸ πνεῦμ’ ἀφήνουν νὰ πεινᾷ,
τὴν ἀρετὴ νὰ διακονᾷ—
Καὶ σὰν τὰ κακαρώσῃ,
πὰ στὸ στομάχι τ’ ἀδειανὸ
τῆς στήνουν μάρμαρο βουνό,
καὶ ψάλλουν ὅσοι ὅσοι!

“Μὰ τοῦτον—Δόξα σ’ ὁ Θεός—
στὴν γῆ τὸν εἶχεν ὁ λαὸς
Αὐθέντη καὶ Δεσπότη!
Γι’ αὐτάς, δὲν εἶπες, τὰς τιμάς,
οἱ πρῶτ’ εἶν’ ἔσχατοι ’σ’ ἑμᾶς,
κ’ οἱ ἔσχατ’ εἶναι πρῶτοι;—

“Μά, τὸ συνήθειο τὸ κακὸ
ἔγεινε πλέον φυσικὸ
στὸν Ἅγιο-Νικόλα!
Φιλόπρωτος χαμαὶ στὴν γῆ,
πρωτεῖα ’πάνω κυνηγεῖ
μὲ τὰ σωστά του ὅλα.

“Κι’ ἂν δὲν ’νοιασθῇς – Σὲ βεβαιῶ,
μᾶς τὸν καθίζουν γιὰ Θεὸ
στὸν ζβέρκο μας οἱ Σλαῦοι!
Καὶ θὲ νἀρθῇ μιὰ πρωϊνὴ
νὰ Σὲ σηκώσ’ ἀπ’ τὸ σκαμνί,
τὴν θέση νὰ Σοῦ λάβῃ!”

Ὁ Πλάστης π’ ἄκουεν αὐτὰ
τὰ γέλοια μέσα του βαστᾷ,
τὰ γένια του χαϊδεύει.
Μιὰ τὸν κατήγορο θωρεῖ,
μιὰ τὼν Ἁγίων τὸ σωρί—
Κἄτι τοὺς μαγερεύει!

Κατόπι: “Πράγματι, λαλεῖ,
εἶναι παράδοξο πολὺ
γιατί ἡ Χριστιανοσύνη
κεριὰ καὶ ’λάδια περισσά,
καὶ τόσα στέφανα χρυσὰ
’σ’ αὐτὸν τὸν Ἅγιο δίνει!

Καὶ ἀπὸ τοῦτα ποῦ θωρῶ,
εἰς τὰ Μετέωρα θαρρῶ
ποθεῖτε νὰ τὸν στείλω.—
Εἶναι στὴν σύνοδο κανεὶς
νὰ ’πῇ δυὸ λόγους εὐμενεῖς
γιὰ τὸν παλῃό μας φίλο;...

“Μά, ὅποιος κρίνει τὰ κοινά,
θαρρῶ, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾷ
καὶ τοῦ σοφοῦ τὴν γνώμη:
Πρὶν ἔρθῃ κι’ ἀπολογηθῇ
αὐτὸς ποῦ κατηγορηθῇ,
μὴν κάμῃς κρίσ’ ἀκόμη.

“Γι’ αὐτὸ καλὸ νομίζω ’γὼ
’σ’ ἕνα κλητῆρά μου γοργὸ
νὰ δώσουμε μιὰ κλήση,
ἕν’ ἔνταλμα δεσποτικό.
Καί, μὲ καλὸ ἢ μὲ κακό,
νὰ μᾶς τὸν κουβαλήσῃ.”

Κ’ ἐστράφη κ’ ἔγνεψε γλυκὰ
ἑνὸς ἀγγέλου, ποῦ ’γροικᾷ
τὸ πρᾶγμ’ αὐτοῦ ποῦ στέκει.
Κι’ αὐτὸς ἐπέταξε στὴν γῆ
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν προσταγή,
ὡσὰν ἀστροπελέκι.

Πρὶν ἢ τελειώσῃ μιὰ στιγμή,
τ’ Ἁγί-Νικόλα τὸ κορμὶ
πῶς ἔφερνεν ἐφάνη.
Καὶ στῆς στιγμῆς τὸ τέλος πιά,
σαχλιό, βρεμμένο σὰν σουπιά,
’μπρὸς στὸν Θεὸ τὸν βάνει.

“Συγνώμ’, Ἀφέντη μου, ζητῶ,
διότι, λέγει, περιττὸ
καιρὸν ἔχω ἀργήσει.
Μὲ τὰ γοργά μου τὰ φτερὰ
ἐπῆγα Νότο καὶ Βορρᾶ,
κι’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.

“Σ’ ὅλους ἐπῆγα τοὺς λαούς,
σ’ ὅλους ἐμβῆκα τοὺς ναούς—
Δὲν ηὗρα τὸν ἁτόν του.
Τέλος, κοντὰ ν’ ἀπελπισθῶ,
τὸν ξετρυπόνω στὸν βυθὸ
τοῦ Εὔξεινου τοῦ Πόντου!”

Ὁ Πλάστης τὸν καλοθωρεῖ
καὶ τὸν ῥωτᾷ μὲ ἱλαρή,
μὲ πατρικὴ φροντίδα:
“Ἁγι-Νικόλα, τὸ θωρῶ,
εἶσαι βρεμμένος στὸ νερὸ
’ως ’πάνω στὴν κουρίδα!

“Ἂν ἦν’ ἀλήθει’ αὐτὸ ποῦ ’πῶ—
στὴν Μοσχοβιὰ εἶχες σκοπὸ
ξανὰ νὰ ταξιδεύσῃς.
Κ’ ἐπήγαινες κολυμβητά,
γιατὶ δὲν ἤθελες λεπτὰ
γιὰ ναῦλο νὰ ’ξοδεύσῃς!

“Ὁρίστε; Τόσο φειδωλοὶ
δὲν ’βρίσκοντ’ Ἅγιοι πολλοί!...
Ἀλλ’ ὅμως, δὲν θυμόνω.
Θὰ οἱκονόμησες ξανὰ
γιὰ νὰ προικίσῃς ὀρφανά,
νὰ τὰ ’πανδρεύσῃς μόνο.”

Ἁγι-Νικόλας τουρτουρᾷ—
Σὰν ῥυάκια τρέχουν τὰ νερὰ
ἀπ’ τὸ χλωμὸ κορμί του!
Ὁ Πλάστης μιὰ τὸ βλέπ’ αὐτό,
καὶ μιὰ τηρᾷ τὸ κεντητὸ
τοῦ σαλονιοῦ χαλί του...

“Τὸ ἕνα χέρι σου κρατεῖ
κάτ’ ἀπ’ τὸ ῥάσσο κἄτι τί.”
Λέγ’ ὕστερα μὲ χάρη.
“Διορισμός, σὲ βεβαιῶ,
θὰ ἦν’ αὐτό!—Μήπως Θεὸ
σ’ ἐκάμαν οἱ Βουλγάροι;”

Ὁ Ἅγιος τότε, γιὰ νὰ ἰδῇ,
τοῦ ξεσκεπάζ’ ἕνα παιδὶ
μισοπνιγμέν’ ἀκόμα.
“Συμπάθειο, λέγει, ἂν αὐτὸ
παρουσιάζω τὸ θνητὸ
στ’ ἀθάνατό σου δῶμα.

“Εἶναι ἡ ἔβδομη ζωή,
ποῦ ἔχω σώσ’ ἀπ’ τὸ πρωΐ
ἀπ’ τὴν μεγάλη μπόρα.
Μιὰ τρίχ’ ἀκόμα νὰ πνιγῇ:
Γιατὶ μοῦ ἦλθ’ ἡ προσταγὴ
εἰς ἀκατάλληλ’ ὥρα!

“Πρὶν ἀναπνεύσῃ μιὰ σταλιά,
μὲ τρελαρπάζ’ ἀπ’ τὰ μαλιὰ
ὁ ἄγγελος, στοχάσου!
Γιὰ νὰ μὴν πέσ’ ἀπ’ τ’ ἁψηλά,
καὶ τοῦ σκορπήσουν τὰ μυαλά—
Τὸν ἔφερα ’μπροστά σου.”

Κ’ ἐνῷ ’κρατοῦσεν ἡ ’μιλιά,
ὁ Ἅγιος βλέπει τὴν δουλειά,
ποῦ ἐκτελεῖ συνήθως:
Πιάν’ ἀπ’ τὰ πόδια τὸ παιδί,
τ’ ἀναποδίζει μὲ σπουδή,
καὶ τὸ χτυπᾷ στὸ στῆθος.

Καὶ βλέπει τ’ ἁρμυρὰ ζουμιά,
ποῦ τρέχουν ἀπ’ τὴν μύτη μιά,
καὶ μιὰν ἀπὸ τὸ στόμα.
Κατόπι, στήνοντάς τ’ ὀρθά,
μ’ ὅλα τὰ μέσα προσπαθᾷ—
Δὲν ἀναπνέει ἀκόμα!

Τότε μὲ σκέψη περισσὴ
’βγάλλει τὴν θήκη τὴν χρυσή,
γεμάτη μὲ ταμπάκο.
Παίρνει μιὰ πρέζα, τὴν βαστᾷ
στὴν μύτη τοῦ παιδιοῦ ’μπροστά—
“Μύρισ’ το, βρὲ Γιαννάκο!”

Σὰν τὸ ’μυρίσθηκεν αὐτός,
τὸν ἔπιασ’ ἕνας φτερνητὸς
κ’ ἐπῆρε ’λίγ’ ἀγέρα.
Καὶ τοῦ ἀνοῖξαν στὴν στιγμὴ
οἱ νυχτωμένοι τ’ ὀφθαλμοὶ
καὶ εἶδε τὴν ἡμέρα!

Τότε ὁ Ὕψιστος γυρνᾷ
καὶ τοὺς Ἁγίους σκοτεινὰ
ἕνα πρὸς ἕνα βλέπει.
Καὶ μὲ τὸ πρόσωπο ’ξεινὸ
στὸν Ἅγιο Κασσιανὸ
τὴν ὁμιλία τρέπει.

“Θωρεῖς, τοῦ λέγει, διατί
ἔχει λαμπρότερη γιορτή,
κι’ ὁ κόσμος τὸν θυμιάζει;
Γιατὶ δὲν κεῖται στὸν σοφά,
νὰ τρῷ, νὰ πίνῃ, νὰ τρυφᾷ,
καὶ σκάνδαλα νὰ βάζῃ.

“Μόν’ καὶ στὸ κῦμα τὸ βαθύ,
κ’ εδὼ ’μπροστά μου προσπαθεῖ
γιὰ τὴν Χριστιανοσύνη.
Τί θαῦμα τὸ λοιπὸν αὐτὸν
ἀπ’ ὅλον σας τὸν συρφετὸν
ἂν προτιμοῦν κ’ ἐκεῖνοι;..

“Ἄ, ξεκουμπίσου μ’ ἀπ’ ἐδώ!
Καὶ ἄλλη μιὰ νὰ μὴ σὲ ἰδῶ
νὰ τσαμπουνᾷς ’δὼ πέρα!
Γιατὶ δὲν εὐκαιρῶ γι’ αὐτὰ
τ’ ἀνόητά σου χορατὰ
κάθε στιγμὴ καὶ ’μέρα.

“Κι’ ἄν δὲν σὲ παύω στὴν στιγμὴ
ἀπ’ τὴν Ἁγιωσύνη—Μὴ
τὸ ’πῇς ἀξιὰ δική σου.
Ἁγιότη πὤδωκ’ ὁ λαός,
δὲν εἰμπορεῖ οὔτ’ ὁ Θεὸς
νὰ τὴν ἐπάρῃ ’πίσου!..

“Γιὰ τὴν αὐθάδεια πλὴν αὐτή,
σοῦ μεταθέτω τὴν γιορτή.—
Τί ’μέρα σ’ ἔχω δώσει;
Φευρουαρίου ’κοσεννιά:
’Σὲ κάθε τέταρτη χρονιά—
Διὰ νὰ βάλῃς γνώση!”

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ.

Τὴν περίεργον ταύτην παράδοσιν τὴν χρεωστῶ εἰς τὴν φιλίαν ἑνὸς τῶν τελειοδιδάκτων τῆς ἐν Χάλκῃ Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἡ δηκτικὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ φαντασία, ἴσως ἡ ὑπερφίαλος φιλαστειότης αὐτῶν τῶν ἡρώων, μετέθεσεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὰς συνήθεις σκηνὰς ῥᾳδιουργοῦντος φθόνου καὶ φιλοπρωτείας ἀνθρώπων, ὧν ὁ ἐπὶ γῆς βίος ὀνομάζεται οὐράνιος πολιτεία. Ἐν τῷ ποιήματι ὑπέδειξα μὲν τὸ φυσικὸν τῆς σκηνῆς ἔδαφος, δὲν ἠδυνάμην ὅμως νὰ ἐξαιρέσω τὴν τοῦ Θεοῦ παρουσίαν χωρὶς νὰ νοθεύσω τὴν παράδοσιν. Ἐν τούτοις ἐπεφύλαξα εἰς Αὐτὸν ἀξιοπρέπειαν μείζω ἢ ὅτι ποιεῖ τὸ ἀνέκδοτον, συνυποδείξας τὴν περὶ σπουδαιότερά τινα φροντίδα Του. Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ἔτυχε νὰ γράφω τὸ ποίημα μοὶ παρέσχε τὰς περὶ Ἑλλάδος παρεκβάσεις. Ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ Θεοῦ (ὡς γεγηρακότος καὶ ξεκουτιασμένου) διὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐπικρατεῖ ἀληθῶς παρὰ τοῖς ἀμαθέσι Σλαύοις. Οἱ ἐν Θρᾴκῃ Ἕλληνες τὴν ἀναφέρουν μόνον ὡς ἀπόδειξιν ἀνοήτου φυλετισμοῦ τῶν Βουλγάρων, οἵτινες ἀποδυσπετοῦσι μὲν τὸν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων γνωρισθέντα εἰς αὐτοὺς Θεόν, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ συλλάβωσιν αὐτοὶ τὴν ἰδέαν Ὄντος τινὸς ὑψηλοτέρου ἀπὸ τὸν ἐθνικὸν αὑτῶν Ἅγιον.