Το Σαββάτο 'ς το χωριό
Τὸ Σαββάτο ’ς τὸ χωριό Συγγραφέας: Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης |
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922) |
Ὁ ἥλιος βασιλεύοντας βυθάει,
Καὶ ἀπὸ τὸν κάμπο ἡ λυγερὴ γυρνάει
Μὲ ἀμασχαλιὰ χορτάρι· ’ς τὸ χεράκι
Βαστᾷ ἕνα δεματάκι
Τριαντάφυλλα καὶ γιούλια, ποὺ θὰ βάλῃ,
Καθὼς ἔχει συνήθεια,
Αὔριο ποῦ ’ναι γιορτή, ’ς τ’ ὡραῖο κεφάλι
Καὶ ’ς τὰ χιονάτα στήθια.
Μὲ ταῖς γειτόνισσαίς της
’Σ τὸ σκαλοπάτι κάθεται ἡ γρῃοῦλα
Γυρμένη κατὰ ’κεῖ ποῦ σβύν’ ἡ ’μέρα·
Στρήφοντας ταῖς κλωσταῖς της,
Γιὰ τὸν καιρό, ποῦ ἦταν χωριατοποῦλα,
Γιὰ τὸν καιρό, ποῦ ’ναι μακρυὰ καὶ πέρα,
Τοὺς διηγᾶται πῶς ἦταν στολισμένη
Ὅταν εἶχαν γιορτάδες,
Καὶ πῶς γερὴ κι’ ὠμορφοκαμωμένη
Μ’ ἐκείνου τοῦ καιροῦ τοὺς χορευτάδες
Ἐχόρευε τὸ βράδυ.
Ὡστόσο τὸ σκοτάδι
Εἰς τὸν ἀέρα χύνεται·
Πλειὸ βαθὺ τ’ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα γίνεται·
Τὸ νειὸ φεγγάρι λάμπει
Καὶ ἀπὸ τὸ φῶς του ἀσπρολογοῦν οἱ κάμποι.
Μαυράδια καταιβαίνουν
Ἀπ’ ταῖς ῥαχούλαις καὶ ἀπ’ τὰ σπήτι’ ἀράδα·
ᾙ καμπάναις σημαίνουν
Γιὰ τὴν αὐριανὴ γιορτὴ καὶ βάνουν
Εἰς ταῖς καρδιαῖς παρηγοριᾶς γλυκάδα
Μὲ τὸν ἀχὸ ποὺ κάνουν.
’Σ τὴν ἀφοδιὰ γελῶντας
Μὲ φωναχτὰ πηδῶντας
Πλῆθος παιδιὰ χαρούμενο ἐκεῖ παίζει.
Τὸ δειλινὸ νὰ φάῃ
’Σ τὸ φτωχικὸ τραπέζι
Μὲ τὸ τσαπί του πάει
Ὁ δουλευτὴς σφυρίζοντας καὶ ὅλη
Ἡ σκέψι του εἶναι ποὺ αὔριο θἄχῃ σκόλη.
Κ’ ἔπειτ’ ἀφ’ οὗ παντοῦ τὰ φῶτα σβυοῦνται
Κι’ ἄκρα σιωπὴ ’ς τὴν πλάσι βασιλεύει,
Μονάχα οἱ χτύποι τοῦ σφυριοῦ γροικιοῦνται
Kαὶ τοῦ ξυλᾶ γροικιέται τὸ πριόνι,
Ὁποῦ ’ς τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ δουλεύει
Καὶ βιάζεται καὶ ἱδρόνει
’Σ τὸ κλεισμένο ἀργαστῆρι νὰ τελειώσῃ
Γλήγωρα τὴ δουλειὰ πρὶν ξημερώσῃ.
Ἡ καλήτερ’ ἡμέρα εἶν’ τὸ Σαββάτο
Ὅλο ἀπὸ ἐλπίδα καὶ χαρὰ γιομάτο,
Πίκρα καὶ πλῆξιν αὔριο
ᾙ ὀκναῖς ὥραις θὰ φέρουν· νὰ φροντίζῃ
Τοῦ καθενὸς ὁ νοῦς πάλι θ’ ἀρχίζῃ
Γιὰ ταῖς δουλειαῖς, ποὺ θὲ νὰ ’λθοῦν μεθαύριο.
Ἄκουσε, παιγνιδιάρικο παιδάκι·
Τ’ ἀνθισμένα σου νειάτα,
Ἡμέρα δίχως ἕνα συγνεφάκι,
Χαραῖς εἶναι γεμάτα,
Παραμονὴ γλυκειά εἶναι τῆς γιορτῆς σου,
Χαρμόσυνο Σαββάτο τῆς ζωῆς σου.
Χάρου, παιδί μου, τὴν εὐτυχισμένη
Καὶ ἀπίκραντη ἐποχή!
Ἄλλο νὰ ’πῶ δὲν θέλω· ἀλλ’, ἂν ἀργῇ
Τῆς ζωῆς σου ἡ γιορτή, μὴ σὲ βαραίνῃ.
ΕΝ ΜΟΝΑΧῼ 1885