Το Ξερριζωμένο Δέντρο
Τὸ Ξερριζωμένο Δέντρο Συγγραφέας: |
[ἀπόσπασμα]
«Δέντρο, πῶς κοίτεσαι νεκρὸ στὸν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ μου;
Ποιὸ χέρι σὲ ξερρίζωσε, ποιὰ δύναμη σ᾿ ἐπῆρε
ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ σ᾿ ἔρριξε στὸ κῦμα;...
Ἐσένα τὰ γεράματα δὲ σ᾿ εἶχαν σαρακώσει
στὰ ἀτάραγα κλωνάρια σου ἑκατοστάδες χρόνοι
χωρὶς νὰ τὰ λυγίσουνε, ἐστέκαν σωριασμένοι,
στὴ σιδερένια φλούδα σου, χωρὶς νὰ τήνε γδάρῃ,
τοῦ λόγγου τ᾿ ἀγριοδάμαλο τὰ κέρατα ἐτροχοῦσε.
Πές μου, πῶς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στὸ γιαλό μου;»
«Κατέβαινε ὁλοφούσκωτο προχθὲς τὸ Δημοσάρι,
μουγκρίζοντας στὸ διάβα του, σὰ νὰ ζητοῦσε ἀμάχη.
Δὲν τὸ βαστοῦσαν ριζιμιά, δὲν τὸ κρατοῦσαν σφάχτες,
στὸ πέρασμά του ἐγέρνανε σὰν νὰ τὸ προσκυνοῦσαν
οἱ σχῖνοι, τ᾿ ἀγριοπρίναρα. Τὸ κῦμα στὸ θυμό του
ἐρροβολοῦσε πάντα ἐμπρός, θεότυφλο, ὠργισμένο,
καὶ πέφτει κατακέφαλα μ᾿ ὅλη τὴν ἀνδρειά του
γιὰ νὰ ρουφήξῃ ἕνα κοντρὶ ποὺ τὤφραξε τὸ δρόμο.
Ἔστεκα ἐγὼ κ᾿ ἐκύτταζα, κι ἀπ᾿ τὴ βουβὴ τὴν πέτρα
ἄκουσα τότε μιὰ φωνὴ σὰν νά ῾βγαινε ἀπ᾿ τὸν ᾅδη.
«Πέρνα, ποτάμι, μέριασε, σύρε νὰ σκιάζῃς ἄλλους,
ἐμὲ μ᾿ ἐπάτησε βαρὺ ποδάρι ἀνδρειωμένου,
μ᾿ ἐστοίχειωσε τὸ αἷμα του, κ᾿ εἶμαι θεμελιωμένο
γιὰ νὰ φωνάζω ἀνάθεμα σ᾿ ἐκείνους ποὺ προδίνουν.
Εἶμαι τ᾿ Ἀργύρη τὸ κοντρί, εἶμαι τ᾿ Ἀργύρη ὁ τάφος».
[...]
Ξέγνοιαστη τότε ἀνέμιζε, σὰν νά ῾τανε ξεφτέρι,
ἀκαταδάμαστη ἡ ψυχή, κι ἔπαιρνε γιὰ λημέρι
πότε τὰ πεῦκα τοῦ βουνοῦ πότε τὰ κυπαρίσσια
καὶ πότε ἐφώλιαζε κρυφὰ μέσα στὰ ρημοκκλήσια,
κ᾿ ἐγύρευε φαντάσματα. Μονάχη, ἀποσταμένη
εὐρίσκ᾿ ἐκεῖ παρηγοριά... Τὴ νύχτα οἱ πεθαμμένοι
τὴν ἔπαιρναν πνεμματικὸ κ᾿ ἐκείνη γιὰ λουλούδια
τοὺς ἔρριχνε μνημόσυνα, τοὺς ἔδινε τραγούδια.
[...]
Ὅταν κ᾿ ἐσὺ τὸ δύστυχο, χλωρὸ καὶ στολισμένο,
ἐσήκονες μεσουρανὶς τ᾿ ἀλύγιστα κλωνάρια,
βελάζοντας στὸν ἴσκιο σου ἔτρεχε τὸ κοπάδι,
ὁ πιστικὸς χαρούμενος σ᾿ ἀγάπαε σὰν πατέρα.
Χῆρες γρηές, πανόρφανες καὶ ξετραχηλισμένες
σοῦ ἐπαῖρναν τ᾿ ἀντιρρίμματα, ὡσὰν ἐλεημοσύνη,
κι ὅταν τὰ ρίχναν στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυρα στὰ θράκια,
μὲ τὸ φτωχὸ προσάναμα τὴ νήστεια ἀποκοιμοῦσαν,
τότε σ᾿ εὐχολογούσανε κ᾿ ἐλέγαν στὴν Παρθένο
νὰ σοῦ στοιχειόνῃ τὰ κλαριά, νὰ σοῦ χαρίζῃ χρόνια...
Τώρα, νεκρὸ στὸν ἄμμο μου, θὰ σὲ θυμοῦνται τάχα;...
Ἐμαραθήκανε γιὰ μᾶς τοῦ κόσμου οἱ πρασινάδες.
Ἐσένα σ᾿ ἐξερρίζωσε τὸ κῦμα στὴν ὀργή του,
ἐμὲ μοῦ τρώγουν τὴν καρδιὰ ἀχόρταγες ἐλπίδες.
Νά ῾ξερες πῶς τὲς ἔτρεφα! Καὶ τώρα μία μία
μαραίνονται καὶ πέφτουνε σὰ φύλλα τὸ χειμῶνα.