Τὸ Ξαμίλι
Συγγραφέας:


Συχνὰ τὰ βάθη τοῦ πελάου ταράζει
φλόγα κρυφή, καὶ ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου
ἡ φουσκωμένη θάλασσα χοχλάζει,
πετιῶνται οἱ βράχοι ἑνὸς καινούριου τόπου.

Μ' ἄκρα γαλήνη ἀντίθετο ἑτοιμάζει
μεγάλο θᾶμα ὁ λογισμὸς τ' ἀνθρώπου
νά! - Στὸ Ξαμίλι σταματᾷ, καὶ ἀλλάζει
δρόμο βοσκοῦ σὲ διάβα λαμνοκόπου.

Βροντῶντας σμίγει ἕνα μὲ τ' ἄλλο ρέμα,
καὶ ἡ χωρισμένη γῆ πανηγυρίζει,
δείχνοντας ἄνθια ἐδῶ κ' ἐκεῖ στὸ βλέμμα.

Μαύρη πατρίδα! ἡ φιλαρχία σὲ σχίζει·
στὴ μέση ρέει κλάψα τῆς φτώχειας κ' αἷμα,
δίχως τριγύρω ἄκρη κἀμμία ν' ἀνθίζῃ.