Το Νιχώρι
Συγγραφέας:


Ξένε, σαν δης ένα χωριό όπου γελάει η φύσις,
κ’ εις κάθε πλάτανο κοντά που κρύπτεται μια κόρη
ωραία σαν το τριαντάφυλλο — εκεί να σταματήσης·
                έφθασες, ξένε, στο Νιχώρι.

Κι όταν το βράδυ έλθη, αν βγης έξω να περπατήσης
και βρης εμπρός σου καρυδιές, στον δρόμο μη προχώρει
του ταξιδιού σου πια. Aλλού ποιον τόπο θα ζητήσης
                καλύτερον απ’ το Νιχώρι.

Τέτοια δροσιά δεν έχουνε αλλού στον κόσμο οι βρύσεις,
των λόφων του την αρχοντιά αλλού δεν έχουν όρη·
και με της γης την μυρωδιά μονάχα θα μεθύσης,
                ολίγο αν μείνης στο Νιχώρι.

Την πρασινάδα που θα δης εκεί να μην ελπίσης
που σ’ άλλο μέρος θα την βρης. Aπ’ το βουνό θεώρει
τους κάμπους κάτω και ειπέ πώς να μην αγαπήσης
                αυτό μας το μικρό Νιχώρι.

Πως αγαπώ υπερβολές, ω ξένε, μη νομίσης.
Υπάρχουν τόποι εύφοροι πολλοί και καρποφόροι.
Πλην έχουν κάτι χωριστό, και συ θα ομολογήσης,
                καρποί και άνθη στο Νιχώρι.

Εάν στης Κουμαριώτισσας της Παναγίας θελήσης
την εκκλησία να μπης μ’ εμέ, φανατικός συγχώρει
αν είμ’ εκεί. Άλλην, θαρρώ, χάριν οι παρακλήσεις
                έχουνε στο πιστό Νιχώρι.

Aν δε να μείνης δεν μπορής, πριν, ξένε, αναχωρήσης
πρέπει να πας μια Κυριακή στην σκάλα στου Γρηγόρη·
ειρήνη, νιάτα, και χαρά θα δης, και θα εννοήσης
                τι είναι αυτό μας το Νιχώρι.