Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ.


Ὅλοι σπέρνουν καὶ ποτίζουν,
ὅλ’ οἱ γεωργοί,
καὶ θερίζουν κι’ ἁλωνίζουν
ὅ τι δώσ’ ἡ γῆ.

Καὶ γι’ αὐτὸ ποῦ ἀποκτοῦνε,
λίγο ἢ πολύ,
τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦνε
μὲ καρδιὰ καλή.

Καὶ ἀπ' ὅ,τι κι’ ἂν τρυγήσουν,
κάθε ἐποχή,
κἄτι χάμω θὲ ν’ ἀφήσουν,
ναὕρουν κ’ οἱ φτωχοί.

Μόνον ἕνας δὲν δουλεύει,
δὲν καλλιεργεῖ
τοὺς καρποὺς ὅπου γυρεύει
νὰ τοῦ δώσ’ ἡ γῆ.

Κι’ ὅ τι παίρν’ ἀπ’ τὸν ἀγρό του,
ὅ,τι κι’ ἂν τρυγᾷ,

δὲν δοξάζει τὸν Θεό του,
δὲν τὸν εὐλογᾷ.

Μόνο κλέφτει μὲ μεγάλη
πάντ’ ἀχορταγιά,
κι’ ὅ τι παραιτοῦν οἱ ἄλλοι
στὴν φτωχολογιά.

Μιὰ τὸ βλέπει, δυὸ τὸ βλέπει
ὁ Δημιουργός.—
Μέσ’ στὴν Κτίση του δὲν πρέπει
τέτοιος γεωργός!

Γι’ αὐτὸ, ’πίσω τοῦ λαμβάνει
γνώση καὶ ψυχὴ
καὶ μυρμῆγκι τόνε κάνει
μέσ’ στὴν ἐξοχή.

Γιὰ τροφὴ τοῦ χρησιμεύουν
τώρα μοναχὰ
τὰ σπυριὰ ποῦ περισσεύουν
ἀπὸ τὰ φτωχά.

Ὅμως, ἂν κ’ ἐτιμωρήθη
τόσο δὰ φρικτά,
ἡ κλεψιὰ τοῦ ἐκολλήθη,
δὲν τὴν παραιτᾷ!