Το Μοιρολόι του Χάρου
Τὸ Μοιρολόϊ τοῦ Χάρου Συγγραφέας: |
'Σ ἑνὸς γιατροῦ τὸ λείψανο,
μὲ πατρικὴ λαχτάρα,
θρηνοῦσε ὁ Χάρος κ' ἔλεγε:
Κακή μου στραβωμάρα!
Στὴ μέση ἀπὸ τ' ἀμέτρητο,
πλούσιο τῆς γῆς κυνῆγι,
ὅπου δὲ δύνετ' ἄνθρωπος,
ἢ ψύλλος νὰ μοῦ φύγῃ,
τί πειρασμὸς μ' ἐπάταξε,
ποιά τύφλα μ' ἔχει φέρῃ
νὰ στρώσω αὐτόν, ὁποὔτανε
σὰν τὸ δεξί μου χέρι!
Ἀλήθεια ἐλπίδα μένετε
στὸν ἄτυχο πατέρα
ἐσεῖς τὰ δύο κορίτσια μου,
Πανοῦκλα καὶ Χολέρα·
ἀλλὰ μία τέτοια βάνετε
στὸ θέρισμά σας βία,
ὁποῦ μακρὺ ξανάσαμα
στερνὰ σᾶς κάνει χρεία.
Μὲ γνώση ἀντὶς καὶ μ' ἄργητα,
σὰν ἔμπειρος τεχνίτης,
νὰ κόβῃ δὲν ἀπόσταινε
ποτέ του ὁ μακαρίτης.
Ἔκοψε γέρους, ἔκοψε
σπαργανωτὰ παιδάκια,
ἀγώρια πρωτοξούριστα,
λεβένταις μὲ μουστάκια.
Ἐγὼ τὸν ἐκαμάρονα,
καί, ὡς νἆχα ξαστοχήσῃ
ποῦ τοῦ θανάτου εἶμ' Ἄγγελος,
ἐφώναζα: Νὰ ζήσῃ!
Ἀλλ' εἶχε πάρῃ ἀπόφαση
ἡ τύχη στὴν ὀργή της
γιὰ μοναχό μου φταίξιμο
νὰ μείνω ξεκληρίτης.
Ἂς ἦναι! Ὁ λάκκος ἄνοιξε
καὶ τὴ θροφή του θέλει·
πέτρα λευκὴ γιὰ σκέπη του
προβόδησε ἡ Πεντέλη·
καὶ ἀπάνου θὰ διαβάζωνται
δύο σκαλισταὶς ἀράδαις:
Στὸ Μέγαν Εὐεργέτη τους
οἱ Δύστυχοι Παπάδες!