Το Αητόπουλο
Συγγραφέας:


Α’
Αητόπουλο είχε Μητέρα,
εις όλα πρώτη μια φορά·
Μεγάλονε χωρίς Πατέρα,
και τα μικρά του τα φτερά
τάχε κι’ αυτά ψαλιδωμένα
Φράγκα Νοννά, Νοννά κακή
και σε κλουβί στενό κλεισμένα
τα είχα σαν σε φυλακή...
Και τούρριχνε μεσ’ στο κλουβί του,
πότε και πότε, κάτι τι,
σαν σε ζητιάνο... κ’ η τροφή του
στον τάφο τόστελνε αυτή.
Οι πνεύμονές του μαθημένοι
εις ατελείωτο ουρανό,
αυτόν ζητούσανε κλεισμένοι
μεσ’ σε κλουβί τόσο στεγνό·
κ’ ήθελαν, ήθελαν αγέρα,
πυκνά λαγγάδια, δροσερά,
ήλιο το μάτι του και μέρα
κι’ άστρα τα δύο του τα φτερά...

Β’
Την άπειρη κληρονομιά του
έτρωγε Γύπας μισητός,
σ’ αυτόν την άφην’ η Νοννά του
κ’ επείνα ο μικρός αητός...
Η Μάνα του εις το κρεββάτι
άρρωστη βρίσκουνταν πολύ,
κ’ έβλεπε με θλιμμένο μάτι
το πεινασμένο της πουλί!
Με λόγια το παρηγορούσε,
γεμάτα ελπίδα, η πτωχή,
για τα παληά της του μιλούσε,
μ’ ελπίδα τότρεφε κ’ ευχή.
Κ’ εκείνο έβλεπ’ αντικρύ του
περίλυπο και με οργή,
να τρώγη ο Γύπας την τροφή του
στη μητρική του επάνω γη.
Σε μνήμα πατρικό να στήνη
κρεββάτι άσεμνο ψηλά,
δάκρυ της Μάνας του να πίνη
κι’ αυτό να το περιγελά...
Καμμιά φορά τη δύναμί του
αισθάνουνταν - ήτον αητός -
κ’ έπασχε νάβγη απ’ το κλουβί του
όπου ευρίσκουνταν κλειστός.
Πλην η καλή Νοννά του· «στάσου,
του έλεγε, υπομονή,
το μέλλον είναι στα φτερά σου,
πλην δεν εφάνη· θα φανή...»
Κι αν τη φωνή εκείνης πάλι
την άκουε καμμιά φορά,
τούλεγε με φωνή μεγάλη,
«Δειλέ!» κ’ εγέλα πονηρά.
.........................................

Γ’
Κι’ ακίνητος καιρός περνούσε·
ότανμια βροχερή αυγή,
με τρόμ’ ο λόγγος εβογγούσε
και χάρο εμύρισε η γη.
Αρκούδα εφάνη· μαύρη, πίσσα,
ωσάν τον άδη σκοτεινή·
τα δύο της μάτια ήταν λύσσα,
πλην ήρχουνταν σαν Χριστιανή...
Το Ευαγγέλιο μασσούσε
μέσα σε στόμα αιματηρό,
και κάθε νύχι της κρατούσε
σταυρό που σταύρονε σταυρό...
Κ’ είπε σε χοίρο ξαπλωμένο
μέσα σε λάσπη περισσή·
«Τον τόπο τον εξακουσμένο
τ’ αητού, θενά τον πάρης συ!»

Δ’
Κ’ έγιν’ η λάσπ’ ηγεμονία,
κ’ έθνος των χοίρων η φυλή,
κ’ η Φράγκικη διπλωματία
χαράς αντήλλαξε φιλί...
Και το αητόπουλο; - Η ματιά του
έχυσε ακτίνα φλογερά,
κ’ είπε στη Φράγκισσα Νοννά του:
«Είναι Θεός κ’ έχω φτερά!»