Του μικρού βλαχόπουλου

Του μικρού βλαχόπουλου
Δημοτικό τραγούδι


Ὁ Κωσταντῖνος ὁ μικρὸς κι’ ὁ Ἀλέξης ὁ ἀντρειωμένος,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο, ὁ καστροπολεμίτης,
ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουνε καὶ γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ ἀντάμα ἐχουν τοὺς μαύρους των ’ς τὸν πλάτανο δεµένους.
Τοῦ Κώστα τρώει τὰ σίδερα, τ’ Ἀλέξη τὰ λιθάρια,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὰ δέντρα ξερριζώνει.
Κ’ ἐκεῖ ποῦ τρῶγαν κ’ ἔπιναν καὶ ποῦ χαροχοποῦσαν,
πουλάκι πῆγε κ’ ἔκατσε δεξιὰ μεριὰ ’ς τὴν τάβλα.
Δὲν κελαϊδοῦσε σὰν πουλί, δὲν ἔλεε σὰν ἀηδόνι,
μόν’ ἐλαλοῦσε κ’ ἔλεγε νἀθρωπινὴ κουβέντα.
«Ἐσεῖς τρῶτε καὶ πίνετε καὶ λιανοτραγουδᾶτε,
καὶ πίσω σᾶς κουρσεύουνε Σαρακηνοὶ κουρσάροι.
Πῆραν τ’ Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τοῦ μικροῦ Βλαχόπουλου τὴν ἀρραβωνιασμένη.»

Ὥστε νὰ στρώσῃ ὁ Κωσταντὴς καὶ νὰ σελλώσῃ ὁ Αλέξης,
εὐὐρέθη τὸ Βλαχόπουλο ’ς τὸ μαῦρο καβαλλάρης.
«Γιὰ σύρε σὺ Βλαχόπουλο ’ς τὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃς·
ἂν εἶν’ πενῆντα κ’ ἑκατὸ χύσου μακέλλεψέ τους,
κι’ ἂν εἶναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ µας.»

Ἐπήγε τὸ Βλαχόπουλο στὴ βίγλα νὰ βιγλίσῃ.
Βλέπει Τουρκιὰ Σαρακηνοὺς κι’ Ἀράπηδες κουρσάρους,

οἱ κάµποι ἐπρασινίζανε, τὰ πλάγια κοκκινίζαν·
ἄρχισε νὰ τοὺς διαµετράῃ, διαμετρημοὺς δὲν εἶχαν.
Νὰ πάῃ πίσω ντρέπεται, νὰ πάγῃ ἐμπρὸς φοβᾶται.
Σκύβει φιλεῖ τὸ μαῦρο του, στέκει καὶ τὸν ῥωτάει.
«Δύνεσαι, μαῦρε μ’, δύνεσαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξῃς;
Δύνομαι ἀφέντη, δύνομαι ’ς τὸ γαἷμα γιὰ νὰ πλέξω,
κι’ ὅσους θὰ κόψῃ τὸ σπαθὶ τόσους θενὰ πατήσω.
Μόν’ δέσε τὸ κεφάλι σου μ’ ἕνα χρυσὸ μαντῆλι,
μὴν τύχῃ λάκκος καὶ ῥηχτῶ καὶ πέσῃς ἀπ’ τὴ ζάλη.
Σαΐτταις µου ἀλεξαντριναῖς, καμιὰ νὰ μὴ λυγίσῃ,
καὶ σὺ σπαθί µου διμισκί, νὰ μὴν ἀποστομώσῃς.
Βόηθα μ’ εὐχὴ τῆς µάννας µου καὶ τοῦ γονιοῦ µου βλόγια,
εὐχὴ τοῦ πρώτου μ’ ἀδερφοῦ, εὐχὴ καὶ τοῦ στερνοῦ µου.
Μαῦρε µου, ἄιντε νὰ μποῦμε, κι’ ὅπου ὁ Θεὸς τὰ βγάλῃ!»

’Σ τά ἔμπα του μπῆκε σὰν ἀιτός, ’ς τὰ ξέβγα σὰν πετρίτης·
’ς τά ἔμπα του χίλιους ἔκοψε, ’ς τὰ ξέβγα δυὸ χιλιάδες,
καὶ ’ς τὸ καλὸ τὸ γύρισµα κανένα δὲν ἀφήνει.
Πῆρε τ' Ἀλέξη τὰ παιδιά, τοῦ Κώστα τὴ γυναῖκα,
καὶ τὸ μικρὸ Βλαχόπουλο τὴν ἀρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ὁ μαῦρος του καὶ πίσω του τοὺς παίρνει.

’Στὸ δρόμο νὀποῦ πήγαινε σέρνει φωνὴ περίσσα.
«Ποῦ εἶσαι ἀδερφέ µου Κωσταντᾶ κι’ Ἀλέξη ἀντρεϊωμένε;
ἂν εἶστε ἐμπρός µου φύγετε κι’ ὀπίσω µου κρυφτῆτε,
τί θόλωσαν τὰ μάτια µου, µπροστά µου δὲ σᾶς βλέπω,
καὶ τὸ σπαθί µου ἐρράγισε, κόβοντας τὰ κεφάλια,
κι’ ὁ μαῦρος λιγοκάρδισε πατῶντας τὰ κουφάρια.»