Του Τσάρου στεφανώματα

Του Τσάρου στεφανώματα
Συγγραφέας:
Μάιος 1883.


Οἱ πρίγκιπες, οἱ δοῦκες κι' οἱ μεγιστᾶνες ὅλοι
πηγαίνουν εἰς τὴν Μόσχαν τὴν ξακουσμένη πόλι.
Ὁ Ροῦσος μεθυσμένος στὰ χώματα κυλιέται
κι' ὁ Τσάρος ὁ καϋμένος κρυφὰ σταυροκοπιέται
κι' ὡς κάτω μετανίζει καὶ ψάλλει νύκτα μέρα,
γιὰ νὰ μὴ τὸν τινάξουν ἀπάνω στὸν ἀέρα.

Ἀπὸ στρατοὺς ἡ Μόσχα εὑρίσκεται γεμάτη,
κινεῖται τοῦ Κρεμλίνου ἐκεῖνο τὸ παλάτι,
ἀπὸ τῇς θήκαις βγαίνουν ἀτίμητα διαμάντια,
κεντιοῦνται ἡ πορφύραις μὲ χίλια δυὸ πιρλάντια,
οἱ θησαυροὶ τῶν Τσάρων λαμποκοποῦν κι' ἀστράφτουν
μὲ τὸ χρυσάφι πλέκουν, μὲ τὸ χρυσάφι ράφτουν.

Πατιοῦνται τὰ βελούδα καὶ τρίζουν τὰ μετάξια,
χρυσῶν ἀλόγων ζεύγη χρυσᾶ τραβοῦν ἁμάξια,
χρυσᾶ μαλλιὰ σκορπιοῦνται σὲ κρυσταλλένιους ὥμους,
χρυσάφι στὰ παλάτια, χυρσάφι καὶ στοὺς δρόμους,
χρυσὸ κοντύλι θέλει κανεὶς γιὰ νὰ τὸ γράψῃ,
καὶ σὲ χρυσὸ μελάνι τὴν πένα του νὰ βάψῃ.

Λογῆς λογῆς κιλίμια ἁπλόνονται στῇς σκάλαις,
μοσχοβολοῦν κουζίναις, μοσχοβολοῦνε σάλαις,
ἀνθόστρωτα τραπέζια τοὺς ἄρχοντας προσμένουν
και τάγματα μαγείρων ἀνεβοκατεβαίνουν·
τέτοια φαγιὰ θὰ γίνουν γιὰ τῶν τρανῶν τὸ στόμα,
ὅπου κανεὶς δὲν τἆδε στὰ μάτια του ἀκόμα.

Χιλίων φώτων λάμψεις συμπλέκονται καὶ σμίγουν,
οἱ ἄρχοντες ἐμπρός των τὰ κάλλη των ἀνοίγουν,
ποδόγυροι μὲ ρόδα καὶ γάλα ζυμωμένοι
χορεύουν σὲ διαμάντια καὶ μῦρα βουτημένοι
καὶ φτερωτοὶ πετοῦνε σὲ μιὰ καὶ ἄλλη σάλα,
καὶ κέρατα φυτρόνουν σὲ κούτελα μεγάλα.

Πηδοῦν καὶ μπαλαρίναις καμαρωταῖς κι' ἀφράταις
μὲ γυμνωμένα πόδια καὶ γυμνωμένες πλάταις,
ἀραχνοϋφασμένα φουστάνια κυματίζουν·
τῶν κόρφων ἡ σχισμάδες τὰ νεῦρα ἐρεθίζουν
τῇς βλέπεις σὰν ἀέρας νὰ φεύγουν ἀπ' ἐμπρός σου,
καὶ τῇς θαρρεῖς νεράϊδες καὶ κάνεις τὸ σταυρό σου.

Μὰ θὰ γενοῦν μεγάλα καὶ στὸ λαὸ τσουμποῦσα
γιὰ νὰ παραφουσκώσῃ ὁ Ροῦσος καὶ ἡ Ροῦσα·
καζάνια τῆς μπουγάδας μὲ μπύρα θὰ γεμίσουν
καὶ μέσα τὰ κεφάλια οἱ Ρῶσοι θὰ βουτήσουν,
θὰ πάρουν καὶ παράδες, θὰ φᾶνε καὶ θὰ τσούξουν,
καὶ μεθυσμένοι ζήτω τοῦ Τσάρου των θὰ σκούξουν.

Ἀλλ' ὅμως μὲς στὴν τόση βοὴ καὶ παραζάλη
ὁ ἴσκιος τοῦ ἀγρίου Μηδενισμοῦ προβάλλει·
ἀνδρῶν γιγάντων χέρια κινοῦνται εἰς τὸ σκότος,
κι' ἀκούεται κατάρα, ἀνάθεμα καὶ κρότος.
Ἐκεῖ δὲν εἶναι ρόδων καὶ φώτων ποικιλία,
ἐκεῖ βροντοῦν καὶ λάμπουν θανάτου ἐργαλεῖα.

Δὲν σκιάζονται τοὺς Τσάρους οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι,
λάμψι καμμιὰ γιὰ τούτους τὸ στέμμα δὲν ἀφίνει·
δὲν σκιάζονται τοὺς πάγους τῆς μαύρης ἐξορίας,
δεσμὰ καὶ ἀλυσίδες κι' ἀρκοῦδες Σιβηρίας,
δὲν σκιάζονται στὴν ὄψι μαρτυρικῶν θανάτων,
κι' αὐτοὶ μονάχοι καῖνε τὴ ραχοκοκκαλιά των.

Κι' ἂν ζωντανοὺς τοὺς θάψουν κι' ἂν στὸ σουβλὶ τοὺς ψήσουν
καὶ ἂν τὰ κρέατά των μὲ λύσσα πριονίσουν,
ἀλλ' ὅμως δὲν θὰ βγάλῃ φωνὴ ἀπὸ τὸ στόμα
κι' ὁ ἄνδρας κι' ἡ γυναῖκα καὶ τὸ παιδὶ ἀκόμα.
Τὶ νεῦρα σιδερένια! τὶ ἄνδρες εἶν' ἐκεῖνοι!
Τρομάζει καὶ τὸ Χάρο ἡ τόση των γαλήνη.

Δὲν θέλουν ἕνας μόνο νὰ τρώγῃ σὲ παλάτια
κι' ὁ ἄλλος νὰ μὴ βλέπῃ οὔτε ψωμὶ στὰ μάτια,
σ' ἑνὸς κεφάλι μόνο χρυσοῖ νὰ στέκουν ἥλιοι,
νὰ βασιλεύῃ ἕνας καὶ νὰ δουλεύουν χίλιοι,
σ' ἑνὸς τὴ ράχη μόνο νὰ κρέμωνται χλαμύδες
κι' ὁλόγυμνοι νὰ σέρνουν οἱ ἄλλοι ἀλυσίδες.

Τέτοια ζητοῦν στὸ σκότος οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι,
κι' ἐνῷ μεθοῦν οἱ ἄλλοι καὶ γίνονται σὰν κτήνη,
ἐνῷ σ' αὐτοὺς ὁ Τσάρος τὰ ψίχουλά του ρίχνει,
ἐνῷ τῶν ποδαριῶν του καταφιλοῦν τὰ ἴχνη,
αὐτοὶ ζητοῦν τῶν δούλων τὰ σίδερα νὰ σπάσουν,
καὶ μὲ νεκροὺς καὶ θρήνους τὴ σκέψι νὰ γιορτάσουν.

Ὤ! χαίρετε τῶν δούλων Σκυθῶν ἐπαναστάται,
γλυκειᾶς ἐλευθερίας ἀκούραστοι ἐργάται.
Ἐσεῖς τοὺς κοιμισμένους ξιππάζετε χαχόλους,
σεῖς νύκτα καὶ ἡμέρα δουλεύετε γιὰ ὅλους,
τιμᾶτε τοὺς ἀνθρώπους, τιμᾶτε τοὺς γενναίους,
καὶ τὸ δικό σας αἷμα χαράζει δρόμους νέους.

Εἴθε κι' ἐγὼ νὰ εἶχα τὰ νεῦρα τὰ δικά σας,
εἴθε δική μου νἆταν ἡ ζωντανὴ καρδιά σας,
νὰ ἔλθω στὴ Ρωσσία καὶ φίλος σας νὰ γίνω,
καὶ μόνος μου νὰ βάλω φωτιὰ εἰς τὸ Κρεμλῖνο.
Μὰ ποῦ νὰ βρῆτε νεῦρα μὲς στῶν Ρωμῃῶν τὸ γένος!...
κι' ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ἀπὸ ὅλους πιὸ σπασμένος.