Του Γερομούρτου η κόρη

Του Γερομούρτου η κόρη
Συγγραφέας:
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873)


ΤΟΥ ΓΕΡΟΜΟΥΡΤΟΥ Η ΚΟΡΗ.
(Κατὰ τὸ Ἰλλυρικόν).

Του Γερομούρτου στείλανε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πὀλη,
Καὶ τὸ διαβάζει ὁ Χότζας του καὶ ὁ Γερομοῦρτος κλαίγει.
—Σὲ σένα, Βουλγαριᾶς Σπαχῆ, σὲ σένα, Γερομοῦρτο.
Ζώσου τὸ δαμασκὶ σπαθὶ καὶ σέλλωσ’ τἄλογό σου,
Καὶ σύρε ναὔρῃς τὸν πασᾶ, τὸν πρῶτο τὸ Βεζύρη,
Ποῦ πολεμᾷ τὸ Μόσκοβο στὴς Ἀδριανὲς τὸν κάμπο.—
Ὁ Γερομοῦρτος τἄκουσε, βαρειὰ τοῦ κακοφάνη.
Μιὰ κόρην εἶχε λιγερὴ, τοῦ γυιοῦ του θυγατέρα,
Τοῦ γυιοῦ του τοῦ μονάκριβου, ποῦ σκότωσαν οἱ κλέφταις.
Γραμμένα εἶχε στὸ πρὀσωπο τ’ ἀπρίλη τὰ λουλούδια,

Δροσάτη σὰν τὴν ἄνοιξη, ψηλὴ σὰν κυπαρίσσι.
-Τ’ ἔχεις, παπποῦ, καὶ θλίβεσαι καὶ κλαῖς φαρμακωμένα;
Μὴν ἦλθαν κλέφταις στὰ χωριὰ καὶ σ’ ἔκαψαν τὰ σπίτια,
Ἢ ὁ μαῦρός σου μὴ ἀῤῥώστησεν ὁ πολυαγαπημένος;
-Δὲν ἦλθαν κλέφταις στὰ χωριὰ, δὲν μ’ ἔκαψαν τὰ σπίτια,
Καὶ ὁ μαῦρος δὲν μοῦ ἀῤῥώστησεν ὁ πολυαγαπημένος.
Μοῦ στείλανε φαρμακερὸ φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη,
Μοῦ λὲν νὰ ζώσω τὸ σπαθί, τὸν μαῦρο νὰ σελλώσω,
Νὰ πάγω ναὔρω τὸν πασᾶ, τὸν πρῶτο τὸ Βεζύρη,
Ποῦ πολεμᾷ τὸν Μόσκοβο στῆς Ἀδριανὲς τὸν κάμπο.
Κ’ ἐγὼ ’μαι γέρος, κόρη μου, γέρος καὶ παθιασμένος,
Δὲν ἔχω χέρια γιὰ σπαθὶ καὶ πλάτες γιὰ τὸν μαῦρο.
—Ἐγὼ γιὰ σένα ζώνομαι, παπποῦ, τὸ δαμασκί σου,
Τἀκριβοταγισμένο σου ἐγὼ καβαλλικεύω.
Δός μου τοῦ γυιοῦ σου τ’ ἅρματα καὶ τὰ χρυσᾶ τσαπράζια,
Τὲς καπνιστὲς πιστόλες του καὶ τὸ βαρὺ τουφέκι.-
Καὶ στὸν πασᾶ, στὴν Ἀδριανὲ, ἐπῆγε ἁρματωμένη,
Ἁρματωμένη σὰν τοὺς νηοὺς, σὰν τἄξια παλληκάρια.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ κόρη ἐδιάβαινε παραμεροῦσαν ὅλοι·
Χαρὰ στὸν νηὸν, ἐλέγανε, τὸν γυιὸ τοῦ Γερομούρτου,
Πὤχει τὸ μαῦρο γλήγορο καὶ τ’ ἅρματα ἀσημένια!
Πασᾶ τὴν κόρη ἐκάμανε στὸν πόλεμο τὸν πρῶτο,
Στὸν πόλεμο τὸ δεύτερο ἐγίνηκε Βεζύρης.
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώρισε τὴν ἀνδρειωμένη κόρη,
Ὁ γυιὸς τοῦ Καπετάνπασα δὲν τρώγει, δὲν κοιμᾶται.
Πιάνει καὶ γράφει μιὰ γραφὴ καὶ τὴν ξεπροβοδάει.
-Αφέντη μου, πατέρα μου, τῆς θάλασσας ἀφέντη,
Φοβοῦμαι καὶ ὁ Βεζύρης μας δὲν εἶναι ἐκειὸς ποῦ δείχνει,
Γιατὶ ἔχει πάτημα ἀλαφρὸ καὶ πρόσωπο δροσάτο.
Σὰν νἄχω κάτι μέσα μου, μοῦ λέει πῶς εἶναι κόρη.
–Ὀμέρη μου, λεβέντη μου, βλαστάρι τῆς καρδιᾶς μου,
Ἐσὺ ἔχεις κάτι μέσα σου ποῦ μοιάζει σὰν ἀγάπη.
Ἔβγα μὲ τὸν Βεζύρη σου νὰ ῥίξετε τὴν πέτρα·

Ἂν σὲ διαβῇ, παλέψετε στὰ τρυφερὰ χορτάρια,
Μὰ ἂν δῇς τὰ χόρτα νὰ στρωθοῦν ἀπὸ τὸ πέσιμό του,
Σύρτε νὰ κολυμβήσετε στὸ δροσερὸ ποτάμι.-
Ῥίχνουν τὴν πέτρα, ἡ λιγερὴ μακρύτερα τὴ ρίχνει,
Παλεύουνε, καὶ ἡ λιγερὴ τῆς γῆς τὰ χόρτα στρώνει,
Ἐπῆγαν στὸ κολύμβημα, στὸ δροσερὸ ποτάμι,
Καὶ ἐκεῖ ποῦ ξεθηλύκοναν τὰ ὁλόχρυσα γελέκια,
Ἁρματωμένος ἔφθασε τρεχάτος καβαλλάρης.
-Κακοὶ γειτόνοι ἐπάτησαν τὰ σπίτια τοῦ παπποῦ σου,
Καὶ χίλιοι ἐδῶ καὶ χίλιοι ἐκεῖ, ἑφτὰ χιλιάδες ὅλοι,
Ἀρπάζουν γιδοπρόβατα καὶ καῖνε τὰ χωριά του.
Ὁ Γερομοῦρτος πολεμᾷ στὸ κάστρο του κλεισμένος.-
Ἁρπάζει ἡ κόρη τὸ σπαθὶ, στὸν μαῦρον ἀνεβαίνει,
Καὶ ἀγέρας εἰς τὴν πλάτη της χρυσᾶ μαλλιὰ ἀνεμίζει.
Ὀγλήγορη σὰν ἀστραπὴ διαβαίνει τὸ ποτάμι,
Καὶ τὸν Ὀμέρη χαιρετᾷ γερνῶντας τὸ κεφάλι.
–Σὲ ἐνίκησα στὸ πάλεμμα, σὲ ἐνίκησα στὴν πέτρα,
Μὰ στὸ ποτάμι, Ὀμέρη μου... εἰπὲ πῶς ὠνειρεύθης.-
Κεντάει τὸν μαῦρον εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ χάνεται στὴ σκόνη.