Τον Πλουσιογιώργη ήβρηκα

Τον Πλουσιογιώργη ήβρηκα
Ριζίτικα Κρήτης


Τον Πλουσιογιώργη ήβρηκα
στα όρη κι εκοιμάτο
Κι είχε τ' αέρι πάπλωμα
και το χαλίκι στρώμα
Και τ' αργυρόν του το σπαθί
ώρηο προσκεφαλίδι
Σιμώνω και ξυπνώτονε λέω του
«Γιώργη γεια σου
Ίντα γυρεύγεις Γιώργη επά
εις την ξερομαδάρα;»
«Τα στείρα μας εχάσαμε
κι ήρθα να τα γυρεύγω
κι έπιασ' αντάρα στα βουνά
και καταχνιά' στσι ρίζες
και περπατώ θλιφτά θλιφτά
και παραπονεμένα