Τη Λευκωσία
Συγγραφέας:


1
Νεράιδα με χάρην ξαπλωμένη
που σ' έχει ο Πεδιάς γειτόνισσά του
αρπάζεις εις το κοίλωμα κρυμμένη,
σαν μάγισσα το βλέμμα του διαβάτου.

2
Ωραία πόλις, άλλοτε πλουσία,
με θρόνον βασιλιά και βασιλέα,
αν έχασες τα πρώτα μεγαλεία,
αλλά σαν πρώτα πάλιν είσ' ωραία.

3
Ακόμα σ' ενθυμούνται οι περασμένοι,
κανείς να σε ξεχάσει δεν ευρέθη
και Φράγκοι κι Οσμανλήδες κι άλλοι ξένοι,
διψούν των αρωμάτων σου την μέθη.

4
Το κτίσμα σου ποικίλον εξαπλούται
που χρόνοι βαθμηδόν το είχον κτίσει
κι εν μέσω η Αγιά Σοφιά υψούται
σαν μέγιστον εις κήπον κυπαρίσσι.

5
Τα δένδρα, τα οποία τρέφ' η γη σου,
οι κήποι με πολλήν πορτοκαλέαν,
σου δίδουν όλα όψιν Παραδείσου,
σε κάμνουν περισσότερον ωραία.

6
Οπόταν παραπάνω ομορφίζεις
που ο χειμών σε λούσει και περάσει
οι κήποι σου ανθίζουν και μυρίζεις
και δεν μπορεί κανείς να σε χορτάσει.

7
Σε τέτοιαν μυροβόλον ατμοσφαίραν
που και νεκρόν μπορεί να αναστήσει
με θόρυβον, με τύρβην την ημέραν
κινείται ο λαός σου σαν μελίσσι.

8
Οπόταν η εσπέρα σε πλακώσει
κι αρχίσεις να σιγάς και να μαυρίζεις
σε λούουν των εκεί βουνών αι δρόσοι,
κι επίγειον παράδεισον αξίζεις.

9
Ο Ζέφυρος συγχρόνως που δροσίζει
φευγάτος της Χιονίστρας απ' τα στήθια,
κρεμμά από τα βουνά σε κατακλύζει
και γίνεσαι παράδεισος στ' αλήθεια.

10
Την νύκτα, σαν πλακώσ' η νηνεμία,
και παύσει κάθε θόρυβος και κρότος
ξαπλώνεται παντού η ευωδία
που λούεσαι τα μύρα σου στο σκότος.

11
Αν ήσυον τέτοια, πρώτ' από την φύσην,
στα χρόνια τα παλιά, τα περασμένα
κι ο Όμηρος αν είχε σε γνωρίσει
δεν ξεύρω τι θα έλεγε για σένα.

12
Τα άστρα πριν ακόμα όλα σβήσουν
χαλά την βασιλεύουσαν γαλήνην
και πριν αι Νηρηίδες σε αφήσουν
ο κώδων κ' η φωνή του Μουεζίνη.

13
Αι κόραι σου που τες ζηλεύουν άλλοι,
είναι λαμπραί, αγίαι στην θρησκείαν,
αρχήθεν ακουσμέναι εις τα κάλλη
και μέλισσαι πισταί στην εργασίαν.

14
Καθείς και καθεμιά θα ευρεθώσι
με το κερίν εμπρός στην Παναγίαν
πριν των βουνών τας κορυφάς χρυσώσει
ο ήλιος καθ' εκάστην την πρωίαν.

15
Μόλις λαλήσουν τα πουλιά και βάλει
η μέρα φως εις κάθε παραθύρι
λαλούν κ' εις κάθε σπίτιν οι δυο λάλοι
η ραπτομηχανή και τ' αργαστήρι.

16
Βασίλισσα των πόλεων της νήσου
και σκλάβα με κομμένες αλυσίδες
δεν ξεύρω ποία είναι η αρχή σου
μα ξεύρω, όσα έπαθες και είδες.

17
Υπήρξες ποτέ χώρα των αιμάτων,
σαν λέαιναν που βόες σφιγγοπνίγουν,
σαν δέδνρον κηπουρός θεριά γεμάτον
σ' εκτύπησεν η νήσος για να φύγουν.

18
Σε πήρες ο Γουίδος ματωμένη
σαν έσφαξαν τα άοπλα παιδιά σου,
οι άγριοι Τεμπλάροι διωγμένοι
και τά' σφιγγες νεκρά στην αγκαλιά σου.

19
Εκεί εις το τζαμί Μπαϊρακτάρη,
σου τσάκκισαν το πείσμα κ' επληγώθης
σου πήραν το σπαθί και το κοντάρι
κι επιάσθης ματωμένη κι αλυσώθης.

20
Την λαύραν όταν είδες αναμμένην
κ' ησθάνθης εδώ κάτω την φωτιάν της,
τότ' έμοιασες γυναίκα στοιχειωμένην
που τρώγει τα καλύτερα παιδιά της.