Της ζωής τα ρόδα
Συγγραφέας:


Νά το, ἀψηλὰ κι ἀπὸ μακρυά,
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
μὲς τὰ τετράγωνα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.

Κι ἐγὼ τοῦ δρόμου τὸ θολὸ
τὸ μαῦρο σύννεφο φιλῶ
κι εἶμαι, στὰ τρίστρατα τὰ μόνα
τὸ παραμύθι τοῦ χειμῶνα.

Νά το ἀψηλά, νά το μακρυὰ
τὸ παραμύθι τοῦ βορριᾶ!
Ποῦ θά ῾βρω ἐδῶθε, ἄχ! πές μου ξένε,
τὴ ζέστα, ἀγάπη ποὺ τὴ λένε;

Ἐγὼ ποὺ χρόνια κατοικῶ
τὸν δρόμο τὸν ἀγερικό,
πρώτη φορὰ εἶναι ποὺ φοβᾶμαι
μὲ τὸ χειμῶνα ἀπόψε νά ῾μαι...

πρώτη νά φορὰ νὰ πιστευτῶ
τέτοιο ἀκριβό, τέτοιο γραφτὸ
τὸ πῶς ἡ μοῖρα μ᾿ ἔχει κάμει
μιὰ πεταλούδα γιὰ τὸ τζάμι.

Μὰ ἰδές: Γοργὸ κι ἀληθινὸ
κορίτσι βγῆκε ἀπ᾿ τὸ στενὸ
μὲς τὸ φουστάνι ὁποῦ ἀναδεύει
τὰ δυό της πόδια ἀνακατεύει,

γυμνὰ δυὸ πόδια καὶ χυτὰ
καὶ μὲ τί τέχνη εἶναι χτιστά,
καθὼς ὁ ἀγέρας τὰ ξεντύνει,
μὲ τί χαρὰ κι ἐμπιστοσύνη!

Σὰν τὸ πουλὶ ποὺ ἀναπηδᾷ
ἀπὸ κλαδὶ σ᾿ ἄλλα κλαδιά,
ἐχάθηκε ὡς νὰ ξεπροβάλλει
ἀπὸ μία θύρα σὲ μίαν ἄλλη!

-Σκέτο χαρούμενο παιδί,
ποῦ σ᾿ ἔχω βρεῖ; ποῦ σ᾿ ἔχω ἰδεῖ;
δὲν εἶσαι ἡ ἀσταχτομαλλοῦσα
ποὺ χλώμιαζα ὅταν σοῦ μιλοῦσα;

Ῥόδα καὶ μῆλα μάγουλα,
μάγουλα ἀκέρια καὶ καλά,
πῶς σᾶς λαχτάρησεν ὁ τόπος
κι ὁ γερασμένος στρατοκόπος!

Γέλασε ὁ τόπος μονομιᾶς
ὡς τὴν καρδιὰ τῆς ἐρημιᾶς
κι ἀκέρια φούντωσε ἡ μαυρίλα
τῆς ζωῆς τὰ ρόδα καὶ τὰ μῆλα!