Της αδελφής μου
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»



Καλή μου, θάπρεπε να πω στον ώμο σου γερμένη
λόγια που να ξαλάφρωναν την έγνια σου για μένα.
Μα είμαι κι’ απόψε αδιάλλαχτη, βαριά συννεφιασμένη
κ’ είνε η καρδιά μου αδιάφορη σ’ όλα τα συναγμένα
με των χεριών σου τη στοργή στον κήπο της ζωής.
Πάλι η πικρία της μάταιής σου φροντίδας θα σφαλίση
μεσ’ την καρδιά το δάκρι σου, πάλι θα μου φανής
σαν τη μοιραία θλίψη μου που έχει τα μάτια κλείσει.
Θάπρεπε να σε λέω συχνά με τόνομα «αδερφή μου»
σιγά μήπως μ’ ακούσουνε τα πονηρά στοιχεία,
για να σκορπίσω την ιδέα πως είμαι μοναχή μου
και πως μου αξίζει η έσχατη που μ’ ηύρε δυστυχία.
Ημερωμένη να σου πω τότε για τόνειρό μου
(δεν ήρθε κάτι πιο γλυκό στο δρόμο μου από κείνο),
που με ακολούθησε παντού κι’ άπιστο και δικό μου
κ’ εναντιωμένο και πιστό, να παίρνη και να δίνω.
Είχε στιγμές μιας ομορφιάς εξαίσιας, μη γυρεύεις,
μη συλλογιέσαι για χαρές και για ευτυχίες, ήσαν
ξεχωριστές, τυρρανικά γλυκά και με της χλεύης
ακόμα την πικρία γλυκές, μα γρήγορα μ’ αφήσαν.
Και τόσο απομακρύνθηκαν που πια δεν τις θυμάμαι.
Όμως αυτές θα μου άφησαν κάτι γλυκό να πω.
Αν μούδινες το χέρι σου στο παρελθόν να πάμε,
φοβάμαι θα σε βάραινα πολύ στο γυρισμό.
Κι’ απόψε είμαι έτσι αφίλιωτη, τόσο μηδενισμένη
σα νάναι μια κληρονομιά κι’ ο πόνος ο δικός μου.
Δε θα φιλώ τα χέρια σου, δε θάμαι δακρισμένη,
έχω ένα βάρος μέσα μου σαν νάναι όλου του κόσμου.
Τι θ’ απαντήσης, αδερφή, στη μαύρη μου βλαστήμια
που θ’ αντηχήση στο άδειο μου το στήθος; Τι θα πης;
Θα με αδικήσης; Θα με ιδείς δίκαια μεσ’ στα συντρίμμια;
Πως έχασα την ψυχή και τάχα θα φοβηθείς;
Ω, ησύχασε. Στις όμορφες στιγμές μοιάζουν του ονείρου
αυτές οι δύσκολες στιγμές κι’ όμοια κι’ αυτές θα φύγουν.
Είμαι σαν ένα σύννεφο στη βασιλεία του απείρου
που τις μορφές του οι άνεμοι τις πλάθουν και τις πνίγουν.
Ω, μη φοβάσαι, δέξου με σα μια φτωχή στη θύρα
που ό,τι κι’ αν πάρη «ευχαριστώ» θα πη συλλογισμένη,
γιατί είνε τόσο δύστυχη, κ’ είνε ορφανή και χήρα,
τόσο άχαρη, που μόνο αυτό το «ευχαριστώ» της μένει.