Τα ψηλά βουνά/Τα παιδιά ειδοποιούν τους χωροφύλακες

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὰ παιδιὰ εἰδοποιοῦν τοὺς χωροφύλακες


35. Τὰ παιδιὰ εἰδοποιοῦν τοὺς χωροφύλακες.

Τὸ πρῶτο ποὺ ρώτησαν τὰ παιδιὰ ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἦταν ἂν ἔχη φύλακες τὸ δάσος.

Τοὺς εἶπαν πὼς ὑπάρχουν δύο δασοφύλακες. Μὰ τὸ δάσος εἶναι τόσο µεγάλο, ποὺ δὲν µποροῦν νὰ βρίσκωνται παντοῦ αὐτοὶ οἱ δυό. Θέλουν ὧρες νὰ τὸ περάσουν.

Ἔπειτα ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ βρίσκεται στοὺς λοτόμους, μὴν τύχη καὶ κόψουν δέντρα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κοποῦν.

Μένει ἕνας δασοφύλακας, κι αὐτὸς πρέπει νὰ φυλάξει ὅλο τὸ δάσος.


«Καὶ τί, ἀπὸ τὸ δασοφύλακα πρέπει νὰ τὰ περιμένωμε ὅλα;» εἶπε ὁ Μπαρµπακώστας. «Ἐµεῖς τί εἴµαστε; Καθένας ποὺ περνάει ἀπὸ δῶ µέσα, πρέπει νὰ φυλάξη τὸ δάσος. Κάθε ἄνθρωπος, ὅπου βρίσκεται, πρέπει νὰ τὸ προστατεύη ὅπως µπορεῖ. Ἐγὼ ἔκαμα τὸ χρέος µου».

Ἀφοῦ ἕνας ἄνθρωπος ἀγράμματος κινδύνεψε γιὰ νὰ σώση τὰ δέντρα, ἀξίζει δὰ νὰ κοπιάσουν γι’ αὐτὰ καὶ τὰ παιδιά.

Ὁ Ἀντρέας τοὺς εἶπε τὸ ἄλλο πρωὶ ποιὸ εἶναι τὸ χρέος τους.

Πέντε παιδιὰ ἔτρεξαν στὸ Μικρὸ χωριὸ καὶ εἰδοποίησαν τοὺς δύο χωροφύλακες ποὺ εἶναι ἐκεῖ, πὼς πλήγωσαν τὸν Μπαρµπακώστα.

Ἄλλα πέντε πῆγαν στοὺς λοτόµους καὶ εἰδοποίησαν τὸ δασοφύλακα γιὰ τὴν καταστροφὴ ποὺ γίνεται στὰ πεῦκα τοῦ Χλωροῦ.


Ὁ Μπαρµπακώστας ξύπνησε σήμερα καλύτερα. Τὴ νύχτα εἶχε πόνους, µὰ τὸ δέσιμο τῆς πληγῆς του µὲ καθαρὸ ἐπίδεσμο καὶ τὸ ἀντισηπτικὸ ἔφεραν ἀποτέλεσµα.

Τὰ παιδιὰ τοῦ ἔφεραν ἀπὸ τοὺς βλάχους µιὰ µεγάλη κούπα γάλα καὶ τὴν ἤπιε σιγὰ σιγά. Ὕστερα βγῆκε ἔξω στὸν καθαρὸ ἀέρα καὶ κουβέντιαζε. Νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀγάπησε τὸ δάσος!


«Ὀ Μπαρμπακώστας

Πουρναρίτης εἶναι κι ὁ Μπαρµπακώστας. Ἄν ζοῦσε κι αὐτὸς µὲ λαθραία ξυλεία, τί θὰ κέρδιζε; θα ἦταν κλέφτης, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε πιὸ ἥσυχος οὔτε πιὸ πλούσιος.
Εἰκοσιπέντε χρόνια ζῆ ἀπὸ τὸ δάσος χωρὶς νὰ τὸ βλάψη ὁ Μπαρµπακώστας. Ἔγινε κορφολόγος. Μαζεύει καὶ πουλεῖ ρίγανη, λεβάντα, θυμάρια καὶ βότανα σπάνια γιὰ τὰ φαρμακεῖα καὶ τὰ σπίτια.

Ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὴν πόλη, τί εὐωδιὰ ποὺ χύνει τὸ σακί του!