Τα ψηλά βουνά/Προμηθεύονται εργαλεία για τους δρόμους
←Συγκοινωνία μὲ κατοικημένους τόπους | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Προμηθεύονται ἐργαλεῖα γιὰ τοὺς δρόμους |
Τὰ παιδιὰ φτιάνουν δρόμους→ |
19. Προμηθεύονται ἐργαλεῖα γιὰ τοὺς δρόμους.
Ὅταν ἔφτασαν τὰ παιδιά, βρῆκαν μεγάλη ἡσυχία στὸ χωριό.
Πολλοὶ χωριανοὶ ἔλειπαν στὰ κτήματα.
«Τόσοι λίγοι ἄνθρωποι ἐδῶ μέσα, εἶπε ὁ Ἀντρέας, καὶ νὰ μαλώνουν! Ποῦ νὰ ἦταν καμιὰ πολιτεία!»
Καὶ προχώρησαν στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε «τὰ μαγαζιά». Ὅλα τὰ μαγαζιὰ ἦταν ἕνα μαγαζί.
Τρεῖς χωριανοὶ κουτσόπιναν μέσα. Οἱ κότες ἀπέξω τσιμποῦσαν τὴ γῆ, κι ἕνα σταχτὶ γαϊδουράκι στεκόταν ἀκίνητο σὰν ψεύτικο. Ὁ μπαλωματὴς μ’ ἕνα παπούτσι στὰ γόνατά του ἔδινε γροθιὲς στὸν ἀέρα.
«Νά, νὰ ὁ μπαλωματής!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ὅποιος δὲν ἔχει πρόκες στὰ παπούτσια του νὰ βάλη. Χωρὶς πρόκες ἐδῶ πάνω θὰ μείνωμε ξυπόλυτοι».
Μερικοὶ τὸν πλησίασαν, ἔβγαλαν τὰ παπούτσια τους καὶ ζήτησαν νὰ τοὺς βάλη καρφιά. «Μπάρμπα, εἶπαν, νὰ μᾶς πεταλώσεις».
Ὁ μπαλωματὴς γέλασε μὲ τὰ τρία δόντια του, πῆρε τὸ σφυρὶ κι ἄρχισε νὰ καρφώνη πρόκες στὰ παπούτσια τους.
Ἐκεί κοντὰ φάνηκε κι ὁ γέροντας ποὺ εἶχαν ἀπαντήσει στὸ δρόμο, καὶ τοὺς καλωσώρισε. Τοὺς εἶπε πὼς εἶναι προεστὸς τῆς κοινότητας, καὶ τοὺς ρώτησε γιατί ἦρθαν κι ἀπὸ ποῦ.
«Ἤρθαμε νὰ ψωνίσωμε» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Καθόμαστε ἀπάνω στὸ Χλωρὸ κι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ κότες, ἀπ’ αὐγὰ κι ἀπὸ λαχανικά».
—«Μετὰ χαρᾶς νὰ τὰ πάρετε» εἶπε ὁ γέροντας. «Κότες δὰ ἔχομε πολλές».
—«Μερικὰ τσαπιὰ καὶ φτυάρια, μπορεῖτε νὰ μᾶς δανείσετε γιὰ μιὰ δουλειά;»
—«Ἄν σᾶς χρειάζωνται, εἶπε ὁ γέροντας, νὰ σᾶς τὰ δώσωμε».
—«Μᾶς χρειάζονται, γιατὶ ἡ δική μας κοινότητα δὲν ἔχει οὔτ’ ἕνα μονοπάτι. Θέλομε ν’ ἀνοίξωμε κανένα».
—«Μπά; Ἔχετε καὶ σεῖς κοινότητα;»
—«Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ τελευταία τάξη τοῦ ἑλληνικοῦ, μὰ τώρα ποὺ ἤρθαμε στὸ δάσος καὶ ζοῦμε μαζὶ στὸ ἴδιο μέρος, κοινότητα τὴ λέμε τὴ συντροφιά μας. Ὅλα τάχομε μαζί».
—«Καὶ πόσοι θὰ δουλέψετε μὲ τὰ ἐργαλεῖα;»
—«Μερικοὶ ἀπ’ ὅλους ἢ ὅλοι μαζί, τὸ ἴδιο κάνει. Ἡ δουλειὰ μόνο νὰ γίνη».
—«Πωπώ! ντροπή!» ἔκαμε ὁ γέρος. «Μᾶς ντρόπιασαν τὰ παιδιά!»