Τα ψηλά βουνά/Περπατούν για το Φάνη
←Μεγάλη ἀνησυχία στὶς καλύβες | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Περπατοῦν γιὰ τὸ Φάνη |
Τὰ δῶρα τῆς ἡμέρας→ |
50. Περπατοῦν γιὰ τὸ Φάνη.
Τὸ γλυκοχάραμα ξεκίνησαν οἱ χτεσινοὶ σύντροφοι τοῦ Φάνη, κι ὁ Ἀντρέας μαζὶ μ’ αὐτούς.
«Νὰ κόψωμε δρόμο» εἶπε ὁ Ἀντρέας. «Νὰ πᾶμε ἴσα στὸν ἔλατο ἀπὸ δῶ».
Ἔκοψαν δρόμο κι ἔφτασαν στὸν ἔλατο.
Ὁ Ἀντρέας παρατήρησε ἀπὸ κεῖ ἀπάνω καλὰ ὅλους τοὺς γύρω τόπους.
«Ὁ Φάνης, εἶπε, βέβαια δὲ θάφυγε ἀπὸ δῶ γιὰ χαμηλὰ μέρη. Θὰ πῆγε σὲ κορφές, τὸν ξέρω ἐγώ. Λοιπὸν ἀπὸ δῶ νὰ τραβήξωμε».
Τράβηξαν μπροστά, μέσα ἀπὸ ὀξυὲς καὶ πουρνάρια, χωρὶς κανένα μονοπάτι, ἀνοίγοντας αὐτοὶ δρόμοˑ τὸ δρόμο ποὺ θὰ πήγαινε πρὸς τὸ Φάνη. Ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ δρόμος;
Ἔφτασαν σὲ γυμνοὺς καὶ ἄγριους γκρεμούς. Αὐτοὶ οἱ γκρεμοὶ κατέβαιναν κάτω βαθιὰ καὶ σχημάτιζαν τὴ μεγάλη κλεισούρα. Ἡ φωνὴ ἐκεῖ ἀντιλαλοῦσε. Καὶ τὸ μάτι ἔβλεπε ὅλον αὐτὸ τὸ φοβερὸ γκρεμό.
«Ἄν ὁ Φάνης γλίστρησε ἐκεῖ πουθενὰ κι ἔπεσε καὶ πῆγε κάτω;»
Καθένας ἔκαμε αὐτὴ τὴ σκέψη, μὰ φοβόταν νὰ τὴν πῆ στὸν ἄλλο.
Ἀνέβηκαν ψηλὰ πρὸς τὸ φρύδι τῆς κλεισούρας. Ἔσκυβαν καὶ κοίταζαν κάτω, μὲ μεγάλη ὅμως προσοχή, πιασμένοι ἀπὸ πέτρες ἢ ἀπὸ καμιὰ ρίζα.
Δὲν μπόρεσαν τίποτα νὰ ἰδοῦν. Φώναζαν, μὰ ἡ φωνή τους κατέβαινε στὸ χάος τῆς κλεισούρας, χτυποῦσε στὶς πέτρες κι ὕστερα ἀνέβαινε καὶ τοὺς ἔφερνε τὸν ἀντίλαλο: «Φάνη!» Σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε πὼς πρέπει ν’ ἀπελπιστοῦν.
Ποῦ νὰ πᾶνε; Νὰ κατεβοῦν κάτω στὸ βυθὸ τῆς κλεισούρας; Θὰ κινδύνευε ἡ ζωή τους. Ν’ ἀνεβοῦν ἀπάνω στὴ ράχη καὶ νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ ἔλατα; Νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ πάρουν ἄλλο δρόμο;
Σταμάτησαν κι ἄρχισαν νὰ συλλογίζωνται. Στὸ ἄγριο ἐκεῖνο μέρος λιγόστευε τὸ θάρρος τους. Ἀλλιῶς ξεκίνησαν, ἀλλιῶς εἶναι τώρα.
Ἀποφάσισαν νὰ γυρίσουν πίσω, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν ἀφήσει τὰ δέντρα, κι ἀπὸ κεῖ νὰ πάρουν ἄλλο δρόμο.
Γύρισαν καὶ περπατοῦσαν συλλογισμένοι. Πήγαιναν ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο. Κανένας δὲ μιλοῦσε. Εἶχαν βαριὰ τὴν ψυχή. Ποτὲ δὲν ἔκαμε κακὸ σὲ κανένα τους ὁ Φάνης! Καὶ τώρα νὰ χαθῆ ἔτσι ἀπὸ μπρός τους; Πῶς θὰ πᾶνε πίσω χωρὶς αὐτόν;
«Παιδιά!» εἶπε ξαφνικὰ ὁ Ἀντρέας, καὶ στάθηκε.
Χοροπήδησε ἡ καρδιὰ τῶν ἄλλων. «Τι, τί; τί εἶδες;» τὸν ἐρώτησαν.
—«Ὄχι, δὲν εἶδα τίποτα, εἶπε· γιὰ πέστε μου ἕνα πρᾶμα. Ὅταν πήγαμε πρώτη φορὰ στὸ Μικρὸ χωριό, ποιὸς ἀπὸ σᾶς ἔδωσε τὰ παπούτσια του στὸν μπαλωματὴ καὶ τοὺς ἔβαλε πρόκες;»
—«Ἐγώ» εἶπε ὁ Μαθιός.
—«Κι ἐγώ» εἶπε ὁ Δημητράκης.
—«Πόσες πρόκες σᾶς ἔβαλε στὸ τακούνι; Θυμάστε;»
—«Τέσσερες».
—«Καὶ μένα τὸ ἴδιο».
—«Μὰ σ’ ὅλους ἔβαλε τέσσερες; Θυμάστε;»
—«Στὸ Γιῶργο ἔβαλε ἕξι» εἶπε ὁ Μαθιός. «Τόσες ἤθελε ὁ Γιῶργος. Καὶ στὸ Φάνη ἕξι».
—«Ἕξι καὶ στὸ Φάνη;» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Ἀλήθεια;»
—«Ναί, ναί, τὸ θυμοῦμαι».
Τότε ὁ Ἀντρέας, σκύβοντας κάτω μὲ προσοχή, εἶπε: «Νὰ οἱ ἕξι πρόκες τοῦ Φάνη».
Ἔσκυψαν κι εἶδαν ἀπάνω σὲ λίγο μαλακὸ χῶμα τυπωμένο ἕνα χνάρι παπουτσιοῦ. Τόσο καθαρὸ εἶχε βγῆ, ποὺ μποροῦσες νὰ μετρήσης ὅλα τὰ καρφιά του.
«Ἀπὸ δῶ πέρασε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.
Ἄρχισαν ὅλοι νὰ πηδοῦν ἀπὸ τὴ χαρά τους.
«Σιγά» φώναξε ὁ Ἀντρέας. «Σιγά, μὴ μοῦ τὰ χαλάσετε. Πατᾶτε μὲ προσοχή. Τὸ πρῶτο χνάρι μᾶς ὁδηγεῖ. Εἴδατε; Τὸ πόδι εἶναι γυρισμένο ἀπὸ δῶ. Θὰ πῆ πὼς ἀπὸ δῶ πήγαινε. Μὰ ποῦ πήγαινε τάχα; Μήπως σ’ αὐτὸν τὸ βράχο;»
Κι ἔδειξε τὸν Ἀραπόβραχο.
Τὸν κοίταξαν, χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς εἶναι ὁ Ἀραπόβραχος. Καὶ πήγαιναν πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο γυρεύοντας ἄλλα πατήματα.