Τα ψηλά βουνά/Ο μεθυσμένος μυλωνάς

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ μεθυσμένος μυλωνὰς


45. Ὁ μεθυσμένος μυλωνάς.

Γιὰ τὸ μυλωνὰ τοῦ μύλου αὐτοῦ λένε πὼς ποτὲ δὲν εἶναι ξεμέθυστος. Μπαρμπακούκης εἶναι τ’ ὄνομά του.

«Προσπαθοῦσε νὰ φορέση τὸ γελέκο του καὶ δὲν μποροῦσε.»

«Μπάρμπακούκη, τοῦ εἶπε ὁ Κωστάκης, ἤρθαμε νὰ μᾶς ἀλέσης ἕνα φόρτωμα στάρι».

—«Τόθτττ... ἀλέθ.....» ἔκαμε ὁ μυλωνάς. Ἤθελε νὰ πῆ μ’ αὐτό: «ξεφορτῶστε νὰ τ’ ἀλέσωμε».

Πάλι πιωμένος εἶναι!

Τὰ παιδιὰ ἔλυσαν τὸ φόρτωμα καὶ κατέβασαν τὰ δυὸ σακιά. Ὁ Πάνος ρώτησε τὸ μυλωνά:

«Τί ὥρα θὰ εἶναι ἀλεσμένο, γιὰ νὰ ξέρωμε;» Ὁ μυλωνὰς δὲν ἀπάντησε. Ἔχει πιεῖ ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ μὴν ἀκούη πολλὰ πράματα. Μπορεῖ νὰ τ’ ἄκουσε, μὰ ἔλα ποὺ ἡ γλῶσσα του εἶναι μπερδεμένη!

Κάπου κάπου φτερνιζόταν κι ὕστερα ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του: «ἴες», δηλαδή: «μὲ τὶς ὑγεῖες».

Ἔπειτα ὅμως θυμήθηκε τὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ εἶχαν κάμει, κι ἀπάντησε:

«Ἄ..... θὰ.... τη....» δηλαδή: «θὰ τ’ ἀλέσωμε, ἅμα θ’ ἀλεστῆ».


Καλὰ ποὺ ἦρθε ἡ γυναῖκα τοῦ μυλωνά καὶ πῆρε τὰ σακιά. Ἦταν πολὺ προκομμένη· αὐτὴ βαστοῦσε τὸ μύλο. Μὰ ἔχει τέτοια ντροπὴ γιὰ τὸ κακὸ τοῦ ἀντρός της, ποὺ σκύβει τὸ κεφάλι ἐμπρὸς στοὺς ξένους.

Ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸ μεθυσμένο καὶ μιὰ στὰ παιδιά, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «κοίταξε πῶς καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ κρασί!» Καὶ τράβηξε μέσα στὴ δουλειά της.


Ὁ Μπαρμπακούκης προσπαθοῦσε νὰ φορέση τὸ γελέκο του καὶ δὲν μποροῦσε· τὸ φοροῦσε ἀνάποδα. Προσπαθοῦσε νὰ πῆ κι ἕνα τραγούδι καὶ δὲν μποροῦσε· τὸ ξεχνοῦσε καὶ φτερνιζόταν.

Ὡστόσο καὶ τὸ ροῦχο ἤθελε νὰ φορέση καὶ τὸ τραγούδι νὰ τὸ τελειώση. Ξανάρχιζε....

Τούτη ἡ γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε,
ὅλοι μέσα θενὰ μποῦμε.

Πέντε φορὲς φτερνίστηκε, μὰ προχωροῦσε· ποτὲ δὲ χάνει τὸ θάρρος του. Ἀφοῦ κοίταξε τὰ σακιά, τὶς μυλόπετρες καὶ τὶς κρησάρες, γύρισε καὶ εἶπε σ’ αὐτὰ τὰ πράματα:

«Ἄν ξαναπιῶ δράμι, νὰ μὲ πῆτε ὅλοι σας μεθυσμένο».

Ὄχι ἕνα, μὰ τετρακόσια δράμια θὰ πιῆ!.... τὸ ἀπόγεμα, ὅταν πάη στὸ χάνι.