Τα ψηλά βουνά/Οι Ζαβοπαναγήδες

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Οἱ Ζαβοπαναγῆδες


24. Οἱ Ζαβοπαναγῆδες.

Ὅταν τελείωσαν τοὺς δρόμους τὰ παιδιά, πῆραν τὰ ἐργαλεῖα καὶ κατέβηκαν στὸ Μικρὸ χωριὸ γιὰ νὰ τὰ δώσουν πίσω.

Φτάνοντας στὴν πλατεῖα εἶδαν τὸ Ζαβοπαναγή. Εἶχε πάρει μὲ τὴ γνώμη του ἄλλους τέσσερες χωριανούς. Φώναζαν κι αὐτοὶ στὸν προεστό, πὼς τὸ δρόμο δὲν πρέπει νὰ τὸν διορθώσουν οἱ κάτω χωριανοί, μὰ οἱ χωριανοὶ τῆς ἀπάνω συνοικίας.



«Ζαβοπαναγὴς ἦταν μὲ τ’ ὄνομα…»
Ὅλο «πρῶτο μὲν» ἔλεγαν.

«Πρῶτο μὲν ὁ νόμος τὸ λέει ἀλλιῶς».

—«Πρῶτο μὲν (πάλι πρῶτο μέν!) ἄν περάση ὁ δρόμος λίγο πάρα πάνω μᾶς παίρνει τρεῖς πιθαμὲς κτῆμα».

—«Τρεῖς πιθαμὲς πέτρα» εἶπε ὁ προεστός.

—«Πέτρα ξεπέτρα εἶναι κτῆμα μας».

—«Τότε ἂς μὴ σᾶς πάρη τὴν πέτρα, ἂς περάση ἀπέξω».

—«Νὰ περάση ἀπέξω; καλά» ἔλεγε ὁ Ζαβοπαναγής. «Μὰ ἔλα δῶ: Πρῶτο μέν.... ὁ νόμος, τί λέει ὁ νόμος;»

Κι αὐτὸς δὲν ἤξερε τί λέει. Ὡστόσο ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του μιὰ φυλλάδα. Κι ἐπειδὴ δὲν ἤξερε νὰ τὴ διαβάση, τὴν κοπάνιζε μέσα στὶς δυὸ παλάμες του. Φώναζε πὼς αὐτὸς ἐννοεῖ νὰ πάη μὲ τὸ νόμο.

Ζαβοπαναγὴς ἦταν μὲ τ’ ὄνομα. Γιὰ τὸ πεῖσμα του μποροῦσε νὰ χαλάσει τὸ χωριό. Ὅλα τὰ κοινοτικὰ ἔργα τὰ κυνήγησε. Καὶ ὅμως ἅμα τὸν λένε Ζαβοπαναγὴ θυμώνει καὶ σηκώνει τὴ μαγκούρα του.

Στὸ τέλος πῆρε τοὺς τέσσερες χωριανοὺς μὲ τὸ μέρος του. Ἀπὸ ἕνας ἔγιναν πέντε Ζαβοπαναγῆδες.


Ὅταν τοὺς εἶδαν πέντε οἱ ἄλλοι χωριάτες ἐκεῖνο τὸ πρωί, θύμωσαν κι αὐτοί.

«Νὰ πᾶτε στὸ καλό, εἶπαν, Ζαβοπαναγῆδες! Δὲ σᾶς χρειαζόμαστε, θὰ τὸν φτιάσωμε ἐμεῖς τὸ δρόμο. Περισσότερη εἶναι ἡ γκρίνια σας ἀπ’ τὸ καλό σας».

Ξεκίνησαν ἑφτὰ ὀχτὼ μὲ τὰ ἐργαλεῖα καὶ πῆγαν στὸ χαλασμένο δρόμο. Μὰ ἦταν ἀργά. Τὰ παιδιὰ τὸν εἶχαν διορθώσει μιὰ μέρα πρὶν. Μήπως δὲν ἦταν καὶ δική τους ὠφέλεια νὰ τὸ κάμουν; Κι αὐτὰ περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ.