Τα ψηλά βουνά/Η Ξανθούλα
←Το αηδονάκι | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 - Παράρτημα Συγγραφέας: Η Ξανθούλα |
Τσιριτρό→ |
Δ. Σολωμού |
7. Ἡ Ξανθούλα.
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα,
τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα
νὰ πάη στὴν ξενιτιά!
Ἐφούσκωνε τ’ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
μὲ λύπη, μὲ χαρά,
καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντίλι
τοὺς ἀποχαιρετᾶ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
ὤσπου ἡ πολλὴ μακρότης
μοῦ τόκρυψε κι αὐτό.
Σὲ λίγο, σὲ λιγάκι
δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
ἂν ἔβλεπα πανάκι
ἢ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Κι ἀφοῦ πανί, μαντίλι
ἐχάθη στὸ νερό
ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
ἐδάκρυσα κι ἐγώ.