Τα ψηλά βουνά/Έρχεται η αλεπού

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἔρχεται ἡ ἀλεποὺ


21. Ἔρχεται ἡ ἀλεπού.

Ἡ κυρὰ ἀλεποὺ ἀποφάσισε νὰ κάμη ἐπίσκεψη στὴν κοινότητα. Ἀφοῦ ἦρθαν ξένοι πῶς μπορεῖ νὰ μὴν τοὺς πῆ τὸ καλωσώρισες;

Κίνησε λοιπὸν ἀπὸ τὴν τρύπα της κι ἦρθε. Μέτρησε τὶς κατοικίες: μιά, δύο, τρεῖς.... πέντε.... ὀχτώ.

«Πωπώ, εἶπε, τί μεγάλη πολιτεία!»


Πλησίασε καὶ τὶς κοίταξε ἀπὸ κοντὰ μιὰ μιά. Ἔπειτα ἔβαλε τὸ αὐτί της ν’ ἀφουγκραστῆ.

Μόνο ἡ ἀναπνοὴ τῶν κατοίκων ἀκούστηκε. Ἦταν περασμένα μεσάνυχτα καὶ κοιμόνταν βαθιά. Τέτοια ὥρα κάνει ἡ ἀλεποὺ τὶς ἐπισκέψεις της. Περπατοῦσε σιγὰ πολύ, ἀπὸ εὐγένεια μήπως ξυπνήση κανένα. Εἶδε τὸ μαγειρειὸ κάτω ἀπὸ τὸ πεῦκο, κοίταξε τὴ μεγάλη κατσαρόλα ποὺ γυάλιζε ἀπὸ τὴν πάστρα, εἶδε τὴν κουτάλα βαλμένη στὴ θέση της, εἶδε καὶ τὴν πατσαβούρα.

«Ὅλα νοικοκυρεμένα» εἶπε. «Ἂς δῶ καὶ τὸ κοτέτσι, τόχουν καλά;»

Μόλις ἔβαλε στὸ στόμα δυὸ κότες, τὶς γνώρισε. «Αὐτὲς οἱ κότες, εἶπε, εἶναι ἀπ’ τὸ Μικρὸ χωριό».


Ὡς τώρα ἡ κοινότητα δὲ φρόντιζε νὰ φυλάξη τὴν περιουσία της. Τὰ καταστήματά της ἦταν ἀνοιχτά. Οὔτε ντουλάπι οὔτε συρτάρι πουθενά· οὔτ’ ἕνα κλειδί.

Ἡ ἀλεποὺ ὅμως δὲν τὸ βρῆκε σωστὸ αὐτό. Μιὰ πολιτεία πρέπει νὰ ἔχη κι ἕνα φύλακα.

Στὴ θέση αὐτὴ διωρίστηκε μοναχή της. Κι ἔκαμε πολὺ καλά· ποιὸς ἄλλος νὰ τὴν πάρη; μήπως τὸ κουνάβι, μήπως ἡ νυφίτσα; Αὐτοὶ δὲν εἶναι γιὰ τέτοια ὑπηρεσία. «Εἶναι λωποδύτες!» λέει ἡ ἀλεπού.