Τα δυο αδέλφια (Παράσχου)
Τα δυο αδέλφια Συγγραφέας: |
Στα μάτια δυο φαινόμασταν κι είμασταν ένα μόνο:
Εσύ...εγώ, κι εγώ...εσύ· δυο άνθη σ'έναν κλώνο·
Τα ίδια, απαράλλακτα· μια μυρωδιά και χρώμα
Κι αγέρι ένα επνέαμε σμιγμένα στόμα-στόμα.
Όποιος το ένα κοίταζε, εκοίταζε και τ'άλλο·
Ήταν το ίδιο το μικρό ωσάν το πιο μεγάλο.
Όμως αγέρι άρπαξε το ένα θυμωμένο
Κι έμεινε τ'άλλο έρημο, μονάχο το καημένο.
Και τι παράξενο! δεν ζει, δεν πέθανε κανένα·
Το θάνατο και τη ζωή την έχουν μοιρασμένα...
Ζει το νεκρό με τη ζωή του ζωντανού ακόμα
Κι ειναι νεκρό το ζωντανό για τ'άλλο μες στο χώμα...
Κομμάτιασ' η αγάπη τους στου Χάρου το δρεπάνι·
Ποιός την αγάπη θάνατος μπορεί να την πεθάνει;
Ποια δύναμις και ποιός καιρός; Εκείνοι που αγαπούνε
Εκείνους που τους αγαπούν και σαν πεθάνουν ζούνε!
Δυο ήμασταν ακόμη χθες -όμως και τώρα δυο·
Και τώρα! όσο ζω θα ζεις στο μνήμα σου το κρύο.
Αχ, τ'αδελφάκια μοιάζομε τα πολυαγαπημένα
Τους Διοσκούρους...Έχομε το χάρο μοιρασμένα
Και τη ζωή ωσάν αυτούς... Δεν πέθανες ακόμα,
Έξω απ'τον τάφο βρίσκεσαι και είμαι μες στο χώμα...
Πάντα μαζί μου περπατείς και κοίτομαι μαζί σου·
Εγώ σου λέγω "Ξύπνησε" και συ μου λες "Κοιμήσου"...
Όσο να δώσει ο καλός Θεός ν'ανταμωθούμε.
Αληθινά να ζήσωμε, αλήθεια να ταφούμε!