Τέλος
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1882.


Τόκα λοιπόν... ἐτέλειωσε τοῦ Ἀραμπῆ τὸ δρᾶμα!
ὦ τῶν Ἐγγλέζων θαύματα καὶ θαυμαστὴ ταχύτης!
ὅ,τι προεῖπα ἔγινε ἀμέσως κατὰ γράμμα,
μωρὲ μὰ λὲς καὶ ἤμουνα μετὰ Χριστὸν προφήτης!
Ἰδοὺ ὁ Ἄχμετ Ἀραμπῆς μὲ ὅλο του τὸ ἀσκέρι
καταφιλεῖ τῶν Βρεττανῶν τὸ σιδερένιο χέρι.

Ζήτω λοιπὸν ὁ φίλος μου σὶρ Γάρνετ Οὐολσλέϋ!
Ζήτω τὰ τέκνα τοῦ Τζὼν Μπούλ μὲ ὅλη των τὴ λίρα!
καὶ κάθε φιλελεύθερος ἀπὸ καρδιᾶς ἂς κλαίῃ
τοῦ πολεμάρχου Ἀραμπῆ τὴ μαυρισμένη μοῖρα.
Δὲν μ' ἄκουσε... πρῶτος ἐγὼ τοῦ φουκαρᾶ τοῦ εἶπα
ὅτι θὰ κάμῃ μοναχὰ μέσ' τὸ νερὸ μιὰ τρύπα.

Γιὰ μιὰ σπαλέτα ψεύτικη ἐβγῆκε παλληκάρι,
ἐθύμωσε μὲ τὸ Χεδὶβ γιὰ μιὰ παλῃογυναῖκα,
γι' αὐτὰ τὰ δύο ἐσήκωσε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι,
καὶ ὡνειρεύθη τρόπαια καὶ τάφους εἰς τὴν Μέκκα.
Τὸν φούσκωσε μὲ σχέδια μεγάλα κι' ὁ Σουλτάνος,
καὶ μᾶς ἐβγῆκε Ζίγγις Χὰν, Μωάμεθ, Ταμερλᾶνος.

Μὰ ὅλοι ὅμως οἱ τρελλοὶ δὲν γίνονται μεγάλοι,
δὲν γίνονται τοῦ ἔθνους των σωτῆρες ξακουσμένοι,
ἢ μένουν μὲ τὰ σχέδια μονάχα στὸ κεφάλι,
ἢ ἐπὶ τέλους βρίσκονται μιὰ μέρα κρεμασμένοι.
Καὶ τώρα, μπέη Ἀραμπῆ, στὴ φοῦρκα σὰν πεθάνῃς
φαντάζομαι, ταλαίπωρε, τί λείψανο θὰ κάνῃς.