Σ’ εκκλησιδάκι ολάργυρο
Σ’ εκκλησιδάκι ολάργυρο |
Ριζίτικα Κρήτης |
Σ’ εκκλησιδάκι ολάργυρο ασημοκουκλωμένο
εκειά με βάλαν κι’έμνωξα1 κόρη ξανθή για σένα
κι’ από τον όρκο τον βαρύ πού ‘δωκα το καημένο
εγείραν τα ‘κονίσματα κι’ εσπάσαν τα καντήλια
και ράισεν η εκκλησά.
(1) έμνωξα = Ορκίσθηκα. (από το ομνύω(στα νέα κρητικά = αμνώγω), ορκίζομαι, όμνυμι).
Άντες να πάμε να 'μνώξωμε εις την Χαριτωμένη
εκειά που πάνε κι'αμνώγουνε ούλοι οι κριματισμένοι!
Ο όρκος είναι αμάρτημα γι’ αυτό τον αποφεύγω
στα δυό μου μάτια διάβασε τη λέξη «σε λατρεύω».