Σύντομος Ομολογία περί της Ορθοδόξου Πίστεως


Σύντομος Ομολογία
περί της Ορθοδόξου Πίστεως
-



Κεφάλαια

1ο2ο3ο4ο5ο6ο7ο8ο9ο10ο11ο12ο13ο14ο15ο16ο17ο18οΕρώτησις 1ηΕρώτησις 2ηΕρώτησις 3ηΕρώτησις 4η



Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Κύριλλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, τοις ερωτώσι και πυνθανομένοις περί της πίστεως και θρησκείας της των Γραικών, ήτοι της Ανατολικής Εκκλησίας, πώς δηλονότι περί της Ορθοδόξου πίστεως φρονεί, εν ονόματι κοινώς των Χριστιανών απάντων εκδίδωσι σύντομον ομολογίαν ταύτην εις μαρτυρίαν προς τε Θεού προς τε ανθρώπων, ειλικρινεί συνειδήσει, ουδεμιάς άνευ προσποιήσεως.

Κεφ. 1 Επεξεργασία

Πιστεύομεν ένα Θεόν αληθή, παντοκράτορα και αόριστον, τρισυπόστατον, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Πατέρα αγέννητον· Υιόν γεννητόν εκ του Πατρός προ Αιώνων, ομοούσιον Αυτώ· Πνεύμα Αγιον εκ του Πατρός δι’ Υιού προερχόμενον, Πατρί και Υιώ ομοούσιον. Ταύτας τας τρεις υποστάσεις εν μία ουσία παναγίαν Τριάδα προσαγορεύομεν, υπό πάσης κτίσεως αεί ευλογουμένην, δοξαζομένην και προσκυνουμένην.

Κεφ. 2 Επεξεργασία

Πιστεύομεν την ιεράν Γραφήν είναι θεοδίδακτον, ης το Πνεύμα το Αγιον δημιουργός εστί, και ουκ άλλος. Ταύτη αδιστάκτως πιστεύειν οφείλομεν, ότι γέγραπται, Έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω. Είτα την της Ιεράς Γραφής μαρτυρίαν πολλώ μάλλον ανωτέραν είναι της ην κέκτηται η εκκλησία. Ου γαρ εστιν ίσον υπό του Παναγίου Πνεύματος ημάς διδάσκεσθαι και υπό ανθρώπου· τον γαρ άνθρωπον εξ αγνοίας ενδεχόμενον αμαρτήσαι και απατήσαι και απατηθήναι. Η δε Θεία Γραφή ούτε απατά ούτε απατάται, ουδ’ υπόκειται αμαρτήματι, αλλ’ έστιν αδιάπτωτος και αένναον το κύρος έχουσα.

Κεφ. 3 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τον άκρως αγαθόν Θεόν προ καταβολής κόσμου ους εξελέξατο εις δόξαν προορίσαι, μηδαμώς εις τα έργα αποβλέποντα αυτών, ούτε μην έχοντα ετέραν αιτίαν εις την εκλογήν ταύτην κατεπείγουσαν, ειμή την ευδοκίαν, το Θείον έλεος. Ωσαύτως προ του τον αιώνα γενέσθαι αποβεβληκέναι, ους αποβέβληκε, της δε αποβολής ταύτης, ει τις επίδη επί την απολελυμένην του Θεού αυθεντείαν και κυριότητα, ευρήσει αναμφιβόλως αιτίαν είναι την Θείαν θέλησιν· ει δε τις αύθις εις τους της ευταξίας νόμους τε και κανόνας στραφείη, ης η άνω πρόνοια εις την της οικουμένης κέχρηται κυβέρνησιν, αιτίαν την δικαιοσύνην κατανοήσει· οικτίρμων γαρ εστίν ο Θεός, αλλά και δίκαιος.

Κεφ. 4 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τον τρισυπόστατον Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Αγιο Πνεύμα, ποιητήν είναι των ορατών και αοράτων κτισμάτων. Και αόρατα μεν τας αγγελικάς δυνάμεις, ορατά δε τον ουρανόν και τα υπ’ ουρανόν λέγομεν. Οτι δε φύσει αγαθός ο Ποιητής, εποίησε καλά πάντα όσα εποίησεν, ουδέ δύναταί ποτέ κακού ποιητής είναι· ει δε τι κακόν εστίν εν τη φύσει, εκείνο ή του διαβόλου ή του ανθρώπου είναι. Κανών γαρ εστίν αληθής και αδιάπτωτος, κακού τον Θεόν μηδαμώς είναι δημιουργόν, μήτε μην δικαίω λόγω του Θεού καταψηφίζεσθαί τινα.

Κεφ. 5 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τα πάντα υπό της του Θεού κυβερνάσθαι προνοίας, ήντινα εκθειάζειν, αλλ’ ουκ εξετάζειν οφείλομεν, υπέρ την ημετέραν ούσαν κατάληψιν, μη δυνάμενοι αφ’εαυτών ακριβώς εις κατάληψιν των εκείνης λόγων αφικέσθαι. Διο περί τούτου αποφαινόμεθα εν ταπεινώσει μάλλον δειν ημάς σιωπήν άγειν, ή μηδαμώς οικοδομούντας περιττολογείν.

Κεφ. 6 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τον πρώτον άνθρωπο κτισθέντα παρά Θεού εν Παραδείσω πεπτωκέναι, ότε παριδών την Θείαν εντολήν, τη του όφεως απατηλή συμβουλή επειθάρχησε. Καντεύθεν αναβλύσαι την προπατορικήν αμαρτίαν τη διαδοχή· ώστε μηδένα κατά σάρκα γεννάσθαι, ος το φορτίον ουκ επιφέρει τούτο και τους καρπούς αυτής ουκ αισθάνεται εν τω νυν αιώνι.

Κεφ. 7 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τον Υιόν του Θεού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, κένωσιν υποστήναι, τουτ’ έστιν, εν τη ιδία υποστάσει την ανθρωπίνην σάρκα προσειληφέναι, εκ Πνεύματος Αγίου εν τη γαστρί της Αειπαρθένου Μαρίας συλληφθέντα και ενανθρωπήσαντα· γεννηθέντα, παθόντα, ταφέντα και αναστάντα εν δόξη· σωτηρίαν πάσαν τοις πιστοίς και δόξαν προξενήσαι· ον και προσδοκώμεν ελευσόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς.

Κεφ. 8 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν δεξιά του Πατρός καθεζόμενον, εκεί μεσίτην είναι και υπέρ ημών εντυγχάνειν, μόνον έργον πράτοντα αληθινού και γνησίου αρχιερέως και μεσίτου, όθεν και μόνος κήδεται των ιδίων και προϊσταται της εκκλησίας, αυτήν τη των ευλογιών ποικιλότητι και κοσμών και πλουσιωτέραν αποδεικνυόμενος.

Κεφ. 9 Επεξεργασία

Πιστεύομεν μηδένα σώζεσθαι άνευ πίστεως. Πίστιν δε λέγομεν την εν Χριστώ Ιησού δικαιούσαν, ην ή τε ζωή και ο θάνατος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ημίν έτεκε και το Ευαγγέλιον κηρύττει, και ης άνευ τω Θεώ ευαρεστήσαι αδύνατον.

Κεφ. 10 Επεξεργασία

Πιστεύομεν την λεγομένην καθολικήν εκκλησίαν τους εν Χριστώ πιστούς καθόλου περιέχειν, είτε κεκοιμημένους και εις την πατρίδα αποκαταστάντας, είτε και νυν εν τη οδώ παρεπιδήμους, ης τινός εκκλησίας δια τι θνητός άνθρωπος κεφαλή ουδοπωσούν είναι δύναται, αυτός ο Κ. ημών Ι. Χριστός μόνος κεφαλή εστίν, και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει πηδαλιουχεί, διάτι δ’ όμως εν τη παροικία αι κατά μέρος εκκλησίαι οραταί εισι και κατά τάξιν εκάστη έχει τον προϊστάμενον, αυτόν μη καλείσθαι κυρίως κεφαλήν της μερικής εκείνης εκκλησίας, αλλ’ εν καταχρήσει, ότι εν αυτή μέλος εστι προηγούμενον.

Κεφ. 11 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τα μέλη της καθολικής Εκκλησίας είναι τους αγίους, τους εις την αιώνιον ζωήν εκλελεγμένους, ων του κλήρου και της μετοχής αποκλείεσθαι τους υποκριτάς· ει και καταλαμβάνομεν και ορώμεν εν ταις μερικαίς εκκλησίαις τον σίτον τοις αχύροις συναναμιγνύμενον.

Κεφ. 12 Επεξεργασία

Πιστεύομεν εν τη παροικία υπό του Παναγίου Πνεύματος αγιάζεσθαι και διδάσκεσθαι την Εκκλησίαν. Αυτό γαρ εστιν ο αληθής Παράκλητος, ον πέμπει παρά του Πατρός ο Χριστός διδάξαι την αλήθειαν και το σκότος από της των πιστών διανοίας απελάσαι. Αληθές γαρ και βέβαιόν εστιν, εν τη οδώ δύνασθαι αμαρτάνειν την Εκκλησίαν και αντί της αληθείας το ψεύδος εκλέγεσθαι, της πλάνης δε ταύτης και της απάτης μόνου του Παναγίου Πνεύματος η διδαχή και το φως ημάς απαλλάττει και ουκ ανθρώπου θνητού· ει και δυνατόν τούτο ενεργείσθαι δι’ υπηρεσίας των πιστώς διακονούντων τη Εκκλησία.

Κεφ. 13 Επεξεργασία

Πιστεύομεν πίστει δικαιούσθαι τον άνθρωπον, ουκ εξ έργων. Πίστιν δ’ όταν λέγωμεν, το πίστεως νοούμεν αναφορικόν, όπερ εστίν η δικαιοσύνη του Χριστού, ης η πίστις, χειρός έργον πληρούσα, δραξάμενη αυτήν, ημίν εις σωτηρίαν προσοικειοί, όπερ επί συστάσει και ουκ επί ζημία των έργων αποφαινόμεθα· επεί και τα έργα μη δειν αμελείσθαι, ως μέσα όντα αναγκαία επί μαρτυρία της πίστεως, προς βεβαίωσιν της ημών κλήσεως, διδάσκει ημάς αυτή η αλήθεια. Αμα δε εξ εαυτών μηδαμώς αρκετά είναι εν τω του Χριστού βήματι παρρησιάσαι και επάξιον αιτήσασθαι την αντιμισθίαν και σώσαι τον κτησάμενον· τουθ’ ούτως έχειν μαρτυρεί η ανθρωπίνη ασθένεια· η δε του Χριστού δικαιοσύνη, τοις μετανοούσι προσαχθείσα και προσωκειωθείσα, μόνη δικαιοί και σώζει τον πιστόν.

Κεφ. 14 Επεξεργασία

Πιστεύομεν εν τοις ουκ αναγεννηθείσι το αυτεξούσιον νεκρόν είναι, μηδαμώς εκείνων ισχυόντων ποιήσαι το αγαθόν, και ό,τι ποιήσαιεν αμαρτίαν είναι· εν δε τοις αναγεννηθείσι δια της του Παναγίου Πνεύματος χάριτος ζωογονείσθαι, το αυτεξούσιον· και ενεργείν μεν, ουκ άνευ βοηθείας δε της χάριτος. Ο άνθρωπος τοιγαρούν αναγεννηθείς, ίνα ποιεί το αγαθόν, ανάγκη προηγείσθαι και προφθάνειν την χάριν, ης άνευ τραυματίας εστι και τοσαύτας έχει πληγάς, όσας παρά των ληστών λαβών ο από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ καταβαίνων, ώστε μηδέν εξ εαυτού ή δύνασθαι ή εργάζεσθαι.

Κεφ. 15 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τα ευαγγελικά μυστήρια εν τη εκκλησία είναι άπερ ο Κύριος παρέδωκεν εν τω Ευαγγελίω, κακείνα δύο είναι, τοσαύτα γαρ ημίν παρεδόθη και ο νομοθετήσας ου πλείω παρέδωκε. Ταύτα δε συνίστασθαι εκ ρήματος και στοιχείου, είναι δε σφραγίδας των του Θεού επαγγελιών και χάριτος πρόξενα, κατέχομεν ασφαλώς.

Ινα δε τέλειον ή το μυστήριον και ολόκληρον, δέον συντρέχειν την τε χοϊκήν ύλην και την εξωτέραν πράξιν μετά της του χοϊκού πράγματος εκείνου χρήσεως, της νομοθετηθείσης παρά του Κυρίου ημών Ι. Χριστού, ηνωμένης μετά πίστεως ειλικρινούς· ότι ηλαττωμένης της πίστεως τοις μεταλαμβάνουσιν η ολοκληρία του μυστηρίου ου σώζεται.

Κεφ. 16 Επεξεργασία

Πιστεύομεν το βάπτισμα είναι μυστήριον παρά του Κυρίου νενομοθετημένον, όπερ ει μη τις λάβη ου κοινωνίαν έχει μετά του Χριστού, ούτινος εκ του θανάτου, της ταφής και της ενδόξου αναστάσεως αναβλύζει πάσα η δύναμις και η ενέργεια του βαπτίσματος. Διό τοις ούτω βαπτισθείσιν, ως εντέταλται εν τω Ευαγγελίω, ουκ αμφιβάλλομεν αφείσθαι τας αμαρτίας, την τε προπατορικήν και όσας άλλας ην πεπραχώς ο βαπτισθείς· ώστε τους λελουμένους εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος αναγεγεννημένους είναι, κεκαθαρμένους και δεδικαιωμένους. Περί δε του εκ δευτέρου βαπτίζεσθαί τινα εντολήν ουκ έχομεν αναδιπλάζεσθαι το βάπτισμα. Δια τούτο απέχειν οφείλομεν από του τοιούτου ατοπήματος.

Κεφ. 17 Επεξεργασία

Πιστεύομεν το έτερον μυστήριον, το παρά του Κυρίου νενομοθετημένον, εκείνο είναι όπερ ευχαριστίαν λέγομεν. Τη νυκτί γαρ, ή παρεδίδου εαυτόν ο Κύριος, λαβών άρτον και ευλογήσας έλεγε τοις αποστόλοις, Λάβετε, φάγετε· τούτο εστι το σώμα μου. Και λαβών το ποτήριον ευχαριστίας έλεγε, Πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο εστι το αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον, τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Και προστίθησιν ο Παύλος, οσάκις αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον τον Κυρίου καταγγέλετε. Αύτη εστιν η απλώς αληθής και γνησία του θαυμαστού μυστηρίου παράδοσις, ούτινος εν τη εγχειρίσει και διακονία την αληθή και βεβαίαν παρουσίαν του Χριστού ομολογούμεν και πιστεύομεν· πλην ην η πίστις ημίν παρίστησι και προσφέρει, ουχ ην η εφευρεθείσα εική διδάσκει μετουσίωσις. Πιστεύομεν γαρ τους πιστούς μεταλαμβάνοντας εν τω δείπνω του Κυρίου ημών Ι. Χριστου εσθίειν, ουκ αισθητώς τοις οδούσι τρύχοντας και αναλύοντας την μετάληψιν, αλλά τη της ψυχής αισθήσει κοινωνούντας· το γαρ σώμα του Κυρίου ουκ εστίν όπερ εν τω μυστηρίω τοις οφθαλμοίς οράταί τι και λαμβάνεται, αλλ’ όπερ πνευματικώς η πίστις λαβούσα ημίν παριστάνει τε και χαρίζεται. Οθεν αληθές εστιν εσθίειν ημάς και μετέχειν και κοινωνούς είναι, εάν πιστεύομεν· εάν ου πιστεύοιμεν, παντός ημάς του μυστηρίου αφίστασθαι· ακολούθως το ποτήριον πίνειν εν τω μυστηρίω είναι το αίμα πίνειν αληθώς του Κυρίου ημών Ι.Χριστού, ον τρόπον και περί του σώματος είρηται. Ο γαρ νομοθέτης ως περί του σώματος του ιδίου, ούτω και περί του ιδίου αίματος ενετείλατο, ην εντολήν ου δει κατά το δοκούν εκάστω κολοβούσθαι, αλλά σώαν τηρείσθαι την νομοθετηθείσαν παράδοσιν. Οταν ουν αξίως μεθέξωμεν και ολοκλήρως κοινωνήσωμεν εν τω μυστηρίω του σώματος και αίματος του Κυρίου Ι. Χριστού, είναι ημάς ήδη ομολογούμεν διηλλαγμένους τη κεφαλή ημών και ηνωμένους και συσσώμους μετά βεβαίας ελπίδος και συγκληρονόμους έσεσθαι εν τη βασιλεία.

Κεφ. 18 Επεξεργασία

Πιστεύομεν τας των κεκοιμημένων ψυχάς είναι ή εν μακαριότητι ή εν κατακρίσει, καθότι έκαστος έπραξεν. Εκδημούντας γαρ από των σωμάτων παραυτίκα ή προς Χριστόν ή προς κατάκρισιν εκδημείν. Οιος γαρ τις ευρίσκεται αποθνήσκων, παρόμοιον απολαμβάνει το τάλαντον, μη ούσης μετά θάνατον μετανοίας. Καιρός γαρ χάριτος ο παρών αιών· δια τούτο οι ενταύθα δεδικαιωμένοι ουδαμώς μετά ταύτα υποκείσονται κατακρίσει· όσοι δε πάλιν ουκ εδικαιώθησαν κοιμηθέντες, εις αιώνιον αποκληρούνται κατάκρισιν· εξ ου δήλον τον περί καθαρτηρίου μύθον μη δειν ημάς προσίεσθαι, αλλ’ εν αληθεία αποφαίνεσθαι δειν έκαστον εν τω νυν μετανοείν και άφεσιν αμαρτιών δια του Κυρίου Ι. Χριστού εξαιτείν, ει σωθήναι θελήσεις. Και ταύτα μεν ούτω.

Την σύντομον ταύτην ομολογίαν ημών εις σημείον έσεσθαι αντιλεγόμενον τεκμαιρόμεθα, οις εραστόν αδίκως ημάς διασύρειν και των ημετέρων καταψηφίζεσθαι.

Αλλ’ ημείς θαρρούντες εις τον Κύριον βεβαιούμεθα ότι ου παρόψεται τους ιδίους, ουδ’αυτούς εγκαταλείψει, ούτε πάντως αφήσει την ράβδον των πονηρευομένων επί τον κλήρον των δικαίων.

Την άνωθι ομολογίαν Λατινιστί πρώτον συγγράψαντες, το γε νυν εις την ημετέραν φράσιν μετεγλωττίσαμεν κατά λέξιν, ως κείται εν τω λατινικώ πρωτοτύπω, εν ω συντομή χρησάμενοι ουκ ευρύχωρον την πραγματείαν παρεστήσαμεν, ως ο καιρός εν χρεία ίσως απήτει. Αλλά ταύτα μεν τεταμιεύσθω· μετ’ ου πολύ γαρ συν Θεώ φροντίσωμεν, ίνα έκαστος γνω ότι η πίστις ημών εκείνη εστιν, ην ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρέδωκε και οι Απόστολοι εκήρυξαν και εδίδαξεν η Ορθοδοξία. Δια τι δε το γε νυν τινες Ορθόδοξοι ηρώτησαν ημάς ως φρονούμεν περί μερικών άρθρων και ητησαντο εκδούναι ημάς την ημετέραν γνώμην· δια τούτο τουθ’ όπερ έπεται τοις ανωτέροις προυτιθέμεθα, ως οράτε.


Ερώτησις 1η Επεξεργασία

Ει δει την Ιεράν Γραφήν κοινώς παρά πάντων των Χριστιανών αναγινώσκεσθαι;

Απόκρισις Επεξεργασία

Οφείλουσιν οι πιστοί πάντες Χριστιανοί τα της Ιεράς Γραφής, ει μη πάντα, αλλά γουν τα αναγκαία ουκ αγνοείν και πιστεύειν και ομολογείν και απαγγέλεσθαι τα εν αυτή· ουδέ γαρ άλλοθεν ή παρά της Ιεράς Γραφής μανθάνομεν, ή αυτήν αναγινώσκοντες ή τα εν αυτή παρά πιστών ανθρώπων απαρερμηνεύτως ακούοντες. Ως γαρ το ακούειν τα της Ιεράς Γραφής ουδενί των Χριστιανών απηγορεύται, ούτως ουδέ το αναγινώσκειν. Εγγύς γαρ αυτών εστι το ρήμα και εν τω στόματι και τη καρδία. Δια τούτο ο πιστός Χριστιανός εν οποία ουν τάξει αδικηθείη προφανώς, υστερούμενος και κωλυόμενος ή της ακροάσεως της Ιεράς Γραφής ή της αναγνώσεως. Ίσον γαρ εστιν υστερείν και άπτεσθαι κωλύειν τροφής πνευματικής την πεινώσαν ψυχήν.

Ερώτησις 2η Επεξεργασία

Ει σαφής εστιν η Γραφή τοις αναγινώσκουσι Χριστιανοίς;

Απόκρισις Επεξεργασία

Την Ιεράν Γραφήν ικανάς μεν έχειν πολλαχού τας δυσκολίας και εν τω γράμματι και εν ταις λέξεσι, βέβαιόν εστι· τα δ’ εν αυτή της πίστεως δογματα λαμπρά και σαφή τοις αναγεννηθείσι και φωτισθείσιν υπό του Αγίου Πνεύματος. Εξ ου δήλον τον αναγινώσκοντα δύνασθαι μεν πολλάκις εις δυσκολίαν ήντινα ουν εμπεσείν, αλλά τη του Παναγίου Πνεύματος χάριτι φωτισθέντα παρ’ αυτής της Γραφής αναλόγως τας λέξεις και το γράμμα συγκρούοντα την τε λύσιν αναλαμβάνειν και συν αυτή ορθήν την διάνοιαν· διο ως λύχνος και φως η Γραφή, φωτίζουσα την διάνοιαν των πιστών και απελαύνουσα το σκότος.

Ερώτησις 3η Επεξεργασία

Ιεράν Γραφήν ποία βιβλία καλείς;

Απόκρισις Επεξεργασία

Ιεράν Γραφήν πάντα τα κανονικά βιβλία λέγομεν, άπερ ως κανόνα της πίστεως ημών και της σωτηρίας παρελάβομεν και κρατούμεν. Μαλισθ’ ότι θεόπνευστον ημίν προβάλλουσι την διδασκαλίαν και αυτάρκη κατηχήσαι, φωτίσαι και τελειώσαι τον τη πίστει προσερχόμενον. Ταύτα δε τα κανονικά βιβλία τοσαύτα τον αριθμόν είναι πιστεύομεν, όσα η εν Λαοδικεία σύνοδος απεφήνατο και η του Χριστου καθολική και ορθόδοξος Εκκλησία υπό του Παναγίου Πνεύματος φωτισθείσα μέχρι του παρόντος υπαγορεύει. Απερ δε Απόκρυφα λέγομεν, δια τούτο το επώνυμον ούτως έχουσιν, ότι το κύρος παρά του Παναγίου Πνεύματος ουκ έχουσιν ως τα κυρίως και αναμφιβόλως κανονικά βιβλία, εν οις η του Μωυσέως Πεντάτευχος και τα Αγιόγραφα και οι Προφήται, άτινα ώρισεν αναγινώσκεσθαι η εν Λαοδικεία σύνοδος, από της Παλαιάς Διαθήκης βιβλία είκοσι δύο· από δε της Νέας πλουτούμεν τους τέσσαρας Ευαγγελιστάς, τας Πράξεις, τας Επιστολάς μακαρίου Παύλου και τας Καθολικάς, αις συνάπτομεν και την Αποκάλυψιν του ηγαπημένου. Και ταύτα μεν είναι τα κανονικά βιβλία, άπερ κρατούμεν, και ταύτα Ιεράν Γραφήν λέγεσθαι ομολογούμεν.

Ερώτησις 4η Επεξεργασία

Περί των εικόνων πώς οφείλομεν φρονείν;

Απόκρισις Επεξεργασία

Ως παρά της θείας και Ιεράς Γραφής διδασκόμεθα, λεγούσης τρανώς, «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω· ου προσκυνησεις αυτοίς ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς», οφειλόντων ημών ου τη κτίσει, αλλά μόνω τω Κτίστη και Ποιητή του ουρανού και της γης λατρεύειν κακείνον μονον προσκυνείν. Εξ ου δήλον ότι την ιστορίαν, επίσημον τέχνην ούσαν, ουκ αποβάλλομεν, αλλά και εικόνας έχειν και του Χριστού και των αγίων των βουλομένων παρέχομεν· την δε λατρείαν και θρησκείαν αυτών, ως απηγορευμένων παρά του Αγίου Πνεύματος εν τη Ιερά Γραφή εξουδενούμεν, ίνα μη λάθωμεν αντί του Κτίστου και Ποιητού χρώματα και τέχνην και κτίσματα προσκυνείν. Και τον άλλως φρονούντα άθλιον ηγούμεθα, ως δεινόν έχοντα σκότος εν ταις φρεσί και πεπωρωμένην την καρδίαν. Και ην αν κρείσσον του Θεού εντολή υποτάσσεσθαι ή ανθρώπων πείθεσθαι ματαιολογίαις. Οπερ εν φόβω Θεού και αγαθή συνειδήσει εκτιθέμεθα, ει και στήσαι την φοράν κρείσσον ή καθ’ ημάς είναι ομολογούμεν.

Ούτω μεν εγγράφως τοις ερωτήσασιν ημάς αποκρινάμενοι απεπεράναμεν και τας αποκρίσεις τη ημετέρα ομολογία συνήψαμεν. Δώη δε ο Κύριος τοις πάσιν εν πάσιν ορθώς φρονείν και συνείδησιν ειλικρινή.

Εδόθη εν Κωνσταντινουπόλει μηνί Ιανουαρίω ,αχλα’.

Κύριλλος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως