Σύνορα
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1882.


Θαρρῶ πὼς ἐμπερδεύθηκαν τὰ σύνορά μας πάλι,
κινοῦνται γιὰ τὴ Λάρισσα μὲ βία οἱ στρατοί·
τὰ πήραμε, λὲν μερικοί, ὄχι, φωνάζουν ἄλλοι,
κι' ἐγὼ θαρρῶ στὰ σύνορα πὼς τρέχει κἄτι τί.
Τὴ μιὰ φορὰ τὰ δίνουνε, τὴν ἄλλη δὲν τὰ δίνουν...
τὰ σύνορα τοῦ ἔθνους μας ἱστορικὰ θὰ μείνουν.

Βρὲ Τοῦρκοι, μὴ μᾶς βάλετε καὶ πάλι σὲ μπελάδες,
ἀφῆστε μας γιὰ τὸ Θεὸ νὰ ζοῦμε μ' ἡσυχία,
μὴ στὰ καλὰ καθούμενα γυρεύετε καυγάδες,
ἂς ἔλθῃ κι' εἰς τὸ ἔθνος μας μιὰ μέρα εὐτυχία.
Τί διάβολο! Τρεχάματα καὶ φούριαις κάθε χρόνο;
χωρὶς πολέμους νἄχωμε καρδιόχτυπο καὶ πόνο;

Βρὲ μάτια μου, βρὲ τζόγια μου, βρὲ κύριε Σουλτᾶνε,
δείξου γενναῖος μιὰ φορὰ καὶ κάμε τὸν ἱππότη,
παραίτησε τὰ μέρη μας στὸ διάβολο νὰ πᾶνε,
καὶ μὴν παιδεύῃς ἄδικα τὸν πρέσβυ Κουντουριώτη.
Σ' ἀμφιβολία σκοτεινὴ γιατὶ νὰ μᾶς ἀφίνεις;
πές μας, καϋμένε, καθαρά, τὰ δίνεις, δὲν τὰ δίνεις;