Συγγνώμη
Συγγραφέας:


Του έγραψε δυο λόγια, πως η Αγλαΐα είναι πολύ άρρωστη και τώρα τον περιμένει. Δώδεκα χρόνια ζουν χωρισμένοι. Δώδεκα χρόνια κλείσθηκε σ' αυτό το σπίτι μέσα. Δώδεκα χρόνια δεν τον είδε. Τα μαλλιά της ασπρόμαυρα, το μέτωπόν της ρυτιδωμένον. Τα δάκτυλά της πλέκουν γρήγορα πτερωτά και τα μεγάλα γαλανά μάτια της, που τώρα ξεθώριασαν, οπλισμένα με τα γυαλιά, ακολουθούν τις βελόνες. Μαύρο το φόρεμά της, μαύρη και η καρδιά της. Το παράθυρον, το οποίον είναι πολύ πλησίον της, της δεικνύει τον Κεράτιον κόλπον γαλήνιον. Πάντοτε όταν βλέπει τα μεγάλα σκάφη να εξαπλώνονται ήσυχα και αμέριστα εις την λείαν επιφάνειαν του λιμένος, ψιθυρίζει: «Η θάλασσα η άπιστη, που σηκώνει θεριά κύματα ή σείεται ελαφρά, έχει λιμάνια ακύμαντα, μα η ζωή του ανθρώπου, αχ, δεν έχει».

Κτύπησε τον εσπερινό η καμπάνα του πατριαρχείου, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε τρομαγμένη και ξέχασε να κάμει όπως πάντα το σταυρό της. Εφυγαν δύο - τρεις βελονιές από την κάλτσα της και η ματιά της καρφώθηκε στη θάλασσα, και κατόπι ξεκαρφώθηκε με βία και καρφώθηκε στη θύρα του δωματίου.

Δοκίμασε να ξαναπλέξει, μα τα δάκτυλά έτρεμαν και δεν το κατόρθωσε. Ο Μαυρίκος, ο γάτος της, έπαιξε με το κουβάρι της.

Κτύπησε η θύρα, η κ. Πουλχερία πετάχθηκε και βρέθηκε στο πόδι.

Επλησίασε τον καθρέφτη. Θεέ μου, τι άσχημη! Χλωμή, λιγνή, ζωντόνεκρη. Διόρθωσε λιγάκι τα μαλλιά της - η γυναίκα αυτό δεν το λησμονεί και στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής της -, και συμμάζεψε το κουβάρι της που ολόκληρο το ξετύλιξεν ο Μαυρίκιος.

Ακούστηκαν βήματα. Η καρδιά της κτυπούσε δυνατά, όσο τα βήματα πλησίαζαν, τόσο οι παλμοί πλήθαιναν. Εμβήκε ένας κύριος με μεγάλη κοιλιά, παχύς, ροδοκόκκινος, καλοξυρισμένος και κρατούσε στα χέρια του κυλινδρικόν πίλον. Η κ. Πουλχερία του έτεινε το παγωμένο χέρι της. Τα μάτια της άστραφταν. Ναι, ο Μάρκος δεν είναι αδύνατος σαν σκελετός, μα γήρασε κι εκείνος, άσπρισαν τα μαλλιά του και τα μουστάκια του.

Εκείνος, πήρε το χέρι της και το φίλησε. Δύο μεγάλα δάκρυα κυλίσθηκαν στα παχιά κατακόκκινα μάγουλά του. Με φωνή βραχνή, η οποία διεκόπτετο από την συγκίνησιν, εψιθύρισε:

«Πουλχερία, με συγχωρείς;»

Εκείνη τον συνεχώρησεν, όπως συνεχώρησε προ ολίγου τον Μαυρίκιο, που εξετύλιξε το κουβάρι της.

Τι στενοχωρία! Δεν έχουν τίποτε να πουν. Πόσα έλεγαν άλλοτε σκυμμένοι σ' αυτό το παράθυρο, πριν να ξημερώσει η μαύρη μέρα, κατά την οποίαν ο κ. Μάρκος έφυγε διά την Ευρώπην, με την διδασκάλισσαν της κόρης του.

Δώδεκα έτη έλειπε, δώδεκα έτη η κ. Πουλχερία έζησε ζωντόνεκρη στο παραθαλάσσιο αυτό σπίτι, δώδεκα έτη έκλαιγε κρυφά, διά να μην την βλέπει η κόρη της η ασθενική.

«Και η κόρη μας;», εψιθύρισε με στενοχωρίαν ο παχύς άνθρωπος.

«Η κόρη μας;»

Τώρα δάκρυα χονδρά σαν βροχή άφθονα έβρεξαν το πρόσωπόν της κ. Πουλχερίας.

«Η κόρη μας δεν είναι καλά».

Σηκώθηκε και του ένευσε να την ακολουθήσει.

Σ' ένα δωμάτιον ευρύχωρον, με τοίχους παχείς σαν τοίχους φυλακής, με δικτυωτά πυκνά, ήτο εξηπλωμένη η κόρη του, η κόρη των.

«Αγλαΐα!»

Ανοιξε τα βαριά βλέφαρά της η άρρωστη με κόπον. Αλλά τα ξανάκλεισε, διότι την εστενοχώρει το φως το άπλετον. Χλωμή σαν αγιοκέρι και με πρόσωπο λιωμένο εχαμογέλασε, και φάνηκαν τα δόντια της μαύρα και τριμμένα.

«Ο πατέρας σου, παιδί μου».

Το μειδίαμα έφυγε από τα χείλη της.

Ο κ. Μάρκος επλησίασε και την εγλυκοφιλούσε.

«Με γνωρίζεις, Αγλαΐα μου;»

«Ναι, η μητέρα όταν παρακαλούσε στην αρρώστια της, πάντα ανέφερε τ΄όνομά σου».

Γέλασε ένα γέλιο περιπαικτικό, έκλεισε τα μάτια της και γύρισε από το άλλο το πλευρό.

Η κ. Πουλχερία τον έσυρεν εκτός του δωματίου.

«Μάρκο, μη νομίσεις ότι έμαθα την κόρην σου να σε καταράται και να σε μισεί. Μα έγινε νευρική. Και ενώ όταν ήμην καλά σ' εζωγράφιζα με τα καλύτερα χρώματα, άμα μου ήρχετο η κρίσις φαίνεται ότι έλεγα μερικά πικρά πράγματα, εις τα οποία η κόρη μας επρόσεξε περισσότερον από τα λόγια τα δικά μου. Μ' εννοείς!»

«Ναι».

Το ρολόγι της Μεγάλης Σχολής εκτύπησε πέντε ώρες, ο κ. Μάρκος απεφάσισε να φύγει. Ητο η ώρα που έβγαζε την κυρία του - διότι τώρα είχε άλλην σύζυγον και άλλα παιδάκια - στον περίπατο. «Ε, με συγχωρείς, Πουλχερία;».

«Σε συγχωρώ».

Εφυγε κατευχαριστημένος διότι φέρθηκε σαν άνθρωπος με πολλή καρδιά, αφού πήγε σ' αυτό το σπίτι που δεν έπρεπε να ματαπατήσει, διά να ιδεί την άρρωστη κόρη του.

Ενώ έφευγε, ανέπνευσε ελεύθερα και είπε: «Μα πταίει η Πουλχερία. Το παιδί αυτό είχεν ανάγκη καθαρού αέρος, περιπάτου, και εκείνη έζησε δώδεκα τώρα χρόνια κλεισμένη σαν σπιτόγατα. Τέτοια ήταν πάντα. Δεν αγαπούσε τον περίπατο. Αλίμονον, ούτε η μητρική στοργή δεν μπόρεσε να ξεριζώσει τα κακά της φυσικά».

Σκούπισε τον ίδρω του και πήδηξε γρήγορα μέσα στο καΐκι, που τον επερίμενε έξω από τα κάγκελα του κήπου.

Γλίστρησε το καΐκι, εχοροπήδησε λιγάκι ενώ περνούσε τα μεγάλα κύματα που εσήκωσε το βαποράκι της γραμμής που πέρασε προ ολίγου και άρχισε να καπνίζει το τσιγάρο του. Η συγγνώμη, την οποία μου έδωκαν, πολύ τον εχαροποίησε.

Σε δυο διαφορετικά παράθυρα ήταν δύο γυναίκες και τον έβλεπαν με ματιές διαφορετικές.

Η κόρη του έβηχε, έβηχε και γελούσε, ενώ έβλεπε τον πατέρα της ξαπλωμένο, και το εξησθενημένο πνεύμα της τίποτε δεν συλλογίζουνταν.

Η κ. Πουλχερία τον έβλεπε και έλεγε πως η συγγνώμη, την οποία δίδει κανείς, είναι πολύ γελοίο πράγμα.

«Πώς τον συγχώρησα; Ηλθε πίσω η αδικοξοδευμένη νεότης μου, η Αγλαΐα μου έγινε πάλιν υγιής και ροδοκόκκινη;».

Η κ. Πουλχερία, η οποία συχνά δεν γελά, εγέλασε τώρα και εκείνη, όταν είδε μέσα στο καΐκι τόσο χαρούμενο τον κ. Μάρκο, διά την συγγνώμην την οποία έλαβε. Το γέλιο της κόρης απετέλεσαν μια παράξενη συμφωνία σπαρακτική μέσα στο σκοτεινό, ήρεμο και μεγάλο φαναριώτικο σπίτι. Ο γείτονας ο δεσπότης, ο οποίος επότιζε μόνος του τα λουλούδια του, πετάχθηκε τρομαγμένος και σταυροκοπήθηκε, διότι πότε μα ποτέ δεν άκουσε δώδεκα τώρα χρόνια γέλια στο σπίτι της ζωντόνεκρης.