Στο ξένο σπίτι
Στο ξένο σπίτι Συγγραφέας: |
Μια φορά μου συνέβηκε ένα παράξενο πράμα. Το διηγήθηκα πολλές φορές από τότε κι όσοι το άκουσαν γέλασαν με την αφηρημάδα μου και βρίσκουν ευχαρίστηση να μου το θυμίζουν ακόμη και να γελούνε. Και ήτανε πραγματικά περίεργο. Γιατί πώς μπορεί κανένας, αφού έφυγε μια φορά για καλά από το σπίτι του και, για ένα, δυο, τρεις μήνες δε γελάστηκε, σε μια στιγμή αφηρημάδας, να ξαναγυρίσει στο παλιό του σπίτι και να χτυπήσει στην πόρτα του, με την ιδέα πως κατοικεί εκεί μέσα; Να την πάθει άξαφνα, ύστερα από τέσσερις ολόκληρους μήνες και μια νύχτα να χτυπά μια πόρτα που δεν είναι δική του; Και όμως το πράμα αυτό το έπαθα εγώ και δεν μπορώ να το ξεχάσω.
Όταν ο πατέρας μου έχασε την περιουσία του, όπως χάνονται τόσα πράγματα στον κόσμο, τα κτήματά μας πουλήθηκαν ένα-ένα στη δημοπρασία. Τελευταία ήρθε και η σειρά του σπιτιού μας. Μια Κυριακή πρωί, πριν πάμε στην εκκλησία, το σπίτι ήταν ακόμη δικό μας. Όταν γυρίσαμε, μάθαμε πως καθόμαστε σε ξένο σπίτι. Και σε λίγες μέρες έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι, που είχε χτίσει ο ίδιος ο πατέρας μου, πέτρα προς πέτρα, αρχιτέκτονας και επιστάτης ο ίδιος, ακολουθώντας το να ψηλώνει σιγά σιγά για μήνες ολόκληρους από τα θεμέλια ώς τη στέγη. Μια μέρα επιτέλους κουβαλήσαμε τα πράματά μας. Ο πατέρας μου, με όλη την αρρώστεια, που τον είχε καρφωμένο για χρόνια σε μια πολυθρόνα, ήτανε γενναίος άνθρωπος. Και μολονότι είχε δέκα χρόνια να βγει μέσα από το σπίτι του, όταν έβγαινε τώρα για να μη ξαναγυρίσει, δε δείλιασε καθόλου. Εβάσταξε τον αποχαιρετισμό σαν παληκάρι. Θυμούμαι μόνο, πως σαν τον πιάσαμε από τα χέρια και τον βάλαμε στο αμάξι, δε γύρισε καθόλου τα μάτια του πίσω να δει το σπίτι του που άφηνε. Ήτανε μάλιστα βιαστικός κι ανυπόμονος να φύγει μιαν ώρα αρχίτερα.
— Εμπρός, αμαξά, τράβα!
Φώναξε με φωνή αποφασιστική. Και το αμάξι κύλησε. Η μητέρα μου δεν έλεγε λέξη. Εγώ, καθισμένος στο αντικρινό σκαμνί, κοίταζα το περιβόλι μας που χανόταν πίσω μας και μέσα στο δροσερό πρωινό φως, οι ανθισμένες ακακίες και η γαζία μας, που σκαρφάλωνε επάνω από τον τοίχο κι έδειχνε τα κίτρινα λουλούδια της στο δρόμο, θαρρούσα πως μου μιλούσαν μια γλώσσα που την εκαταλάβαινα. Έπειτα δεν έβλεπα παρά τις κορυφές των δυο ψηλών κυπαρισσιών, στην άκρη του περιβολιού, πίσω από τις μάντρες και τα χαμηλά σπίτια. Ο πατέρας μου μιλούσε για τον ωραίο καιρό και κοίταζε τα νεόχτιστα σπίτια, που είχαν φυτρώσει ολοτρίγυρα, από τον καιρό που είχε βγει από το σπίτι. Όταν είχαμε χτίσει το σπίτι μας, ήταν ερημιά τριγύρω. Μια έκταση από χωράφια και μαντρότοιχους. Και το σπίτι μας ολομόναχο, με το μεγάλο του περιβόλι, φάνταζε σαν παλατάκι απάνω από το ήσυχο λιμάνι. Οι σπάνιοι διαβάτες που ξεπέφταν ως εκεί, έστεκαν και το καμάρωναν. Τώρα όλα τα οικόπεδα και οι μάντρες είχαν γεμίσει σπίτια, και τα χωράφια είχαν γίνει δρόμοι, με πλατιά πεζοδρόμια. Ο κόσμος είχε πλουτίσει. Ένα μπακαλόπουλο, που μας έφερνε τα ψώνια στο σπίτι, είχε γίνει αφέντης και είχε χτίσει στον απάνω δρόμο ένα παλατάκι. Ο πατέρας μου που τα έβλεπε για πρώτη φορά, ύστερα από δέκα χρόνια, που είχε βγει από το σπίτι του, τα κοίταζε προσεχτικά και είχε ένα χαμόγελο γλυκό, σαν τα καμάρωνε.
Όταν φτάσαμε στο καινούργιο σπίτι, ένα σπίτι με νοίκι, χαμηλό και μελαγχολικό, μέσα σ’ ένα στενό δρόμο, βοήθησα τον πατέρα μου να κατέβει από το αμάξι. Καθώς τα πόδια του ήταν μισοπαραλυτικά, κόπιασε πολύ ν’ ανέβει τα δύο σκαλοπάτια του καινούργιου σπιτιού. Δε μπορούσε να καταλάβει κανείς αν ήταν λυπημένος ή πονούσε. Τον καθίσαμε επάνω σε μια καρέκλα και τον ανεβάσαμε τη σκάλα. Ποιός ξέρει πότε θα ξανάβγαινε πάλι από τη στενή, χαμηλή πόρτα ο καημένος ο πατέρας…
Εγώ ξαναγύρισα πάλι στο σπίτι μας να φροντίσω για τη μετακόμιση των άλλων επίπλων. Τα παλιά μας έπιπλα βγαίνανε με κόπο από τη θέση τους. Τόσα χρόνια ακίνητα και ήσυχα, τα βαριά έπιπλα, είχαν κολλήσει επάνω στα σανίδια του πατώματος, σα να είχαν γίνει ένα πράμα με το σπίτι. Νόμιζε κανένας πως δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν. Καθώς τα τραβούσαν και τα σέρνανε βάναυσα οι χαμάληδες, τρίζανε και βογγούσανε πονετικά.
Σιγά σιγά, με κόπο πολύ, τα ξεκόλλησαν οι βαστάζοι και τα κατέβαζαν από τη μεγάλη μαρμαρένια σκάλα. Ένα-ένα κατέβαιναν τα βαριά έπιπλα· η βιβλιοθήκη του πατέρα μου, με τ’ αδειανά τα ράφια της, που έκρυβαν τα μεγάλα χρυσά βιβλία, με τις ωραίες ζωγραφιές, που μου άρεσε τόσο να τα φυλλομετρώ, πριν μάθω ακόμα το αλφάβητο, το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας μας με κρεμασμένα τα φύλλα του, σαν φτερά μεγάλου πεθαμένου πουλιού, οι παλιοί βενετσιάνικοι καθρέφτες, που καθρέφτιζαν τώρα τα πρόστυχα, ιδρωμένα πρόσωπα των βαστάζων, τα παλιά κάδρα, ελαιογραφίες παλιών συγγενών, με παράξενα ρούχα και λυπημένα πρόσωπα, και, στο τέλος, το σιδερένιο χρηματοκιβώτιο του πατέρα μου, βαρύ ακόμα και δυσκολοκίνητο, συνοδευμένο από ένα πρόστυχο άνθρωπο, που το είχε αγοράσει για να το ξαναγεμίσει, γιατί εμάς δε μας χρησίμευε πια, στο καινούργιο μας σπίτι.
Σε λίγο άδειασε το σπίτι. Που και που, στις γωνιές των δωματίων, ήταν ακόμη ριγμένα παλιόχαρτα και σκουπίδια, κομμάτια από εφημερίδες, φάκελοι από γράμματα, ένα σωρό περιττά μικροπράματα, όλα γνώριμά μου, ως το μικρότερο κουρέλι. Τα μάζεψα όλα με ευλάβεια και τα πέταξα έξω από το παράθυρο. Ο άνεμος τα πήρε και τα σκόρπισε και τα στριφογύρισε, ώς που χάθηκαν από μπροστά μου.
Τα δωμάτια ήταν άδεια τώρα και έρημα. Έκαμα ένα γύρο μέσα στην ερημιά τους και τα βήματά μου αντηχούσαν μέσα στο άδειο διάστημα μ’έναν ήχο ενοχλητικό που με πείραζε. Μου ήρθε να σφυρίξω κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Σφύριξα έναν παλιό σκοπό. Ήταν ο αγαπημένος σκοπός της Όλγας, με τη λευκή κεντημένη ποδιά, που έπαιζα μαζί της όταν ήμουν εφτά χρόνων. Ο σκοπός αυτός μου ερχόταν στα χείλη πάντα, σε κάτι τέτοιες παράξενες στιγμές σαν αυτή. Το σφύριγμά μου αντήχησε μέσα στα γυμνά δωμάτια, με μια ευθυμία μοναδική, που μου θύμιζε μια παλιά εποχή, τον καιρό που οι εργάτες, επάνω στις ψηλές σκαλωσιές τραβούσαν τις τελευταίες πινελιές επάνω στα ταβάνια του ίδιου σπιτιού και σφύριζαν εύθυμους σκοπούς μέσα στο νεόχτιστο σπίτι. Έτσι και τότε αντηχούσε το σφύριγμά τους μέσα στο άδειο διάστημα, που ο πατέρας μου κι εγώ καμαρώναμε τα ωραία σχέδια επάνω στους νεοχρωματισμένους τοίχους.
Έπειτα έκαμα ένα γύρο ακόμη, στάθηκα στα ορθάνοιχτα παράθυρα, κοίταξα το περιβόλι μας καταπράσινο κι ανθισμένο, μέσα στο δροσερό φως, από την κρεβατοκάμαρη της μητέρας μου, και το πέλαγος απλώμενο, ήσυχο κι ακίνητο, με χρυσά σπιθηροβολήματα, κάτω από το παράθυρο το δικό μου. Μου ήρθε πάλι να καθίσω κοντά στο παράθυρο που περνούσα ώρες ολόκληρες, σα χαζός την ώρα που με στέλνανε να διαβάσω. Τι είχε να κάνει σα δε θα ήξερα αύριο το μάθημά μου; Δεν ήταν η πρώτη φορά! Δύο λευκά πανάκια χάνονταν στο πέλαγος μακριά, σβήνανε σιγά μέσα στα τελευταία σύννεφα του ορίζοντα. Έκαμα να πάρω την καρέκλα. Δεν ευρήκα τίποτα τριγύρω μου από τους τέσσερις τοίχους. Η ερημιά αυτή με τρόμαξε. Έφυγα, βιαστικά, με την ιδέα να μη ξαναγυρίσω πίσω. Πως ήθελα να ήμουν μαζί με τα λευκά πανάκια που φεύγανε στην άκρη του πελάγου!
Από τον καιρό εκείνο δεν ξαναγύρισα. Απόφευγα μάλιστα να περάσω από τον παλιό μου δρόμο. Συχνά βρέθηκα σε ανάγκη να το κάμω, μα πάντα άλλαζα δρόμο, έκανα έναν άλλο γύρο και τραβούσα στη δουλειά μου. Όχι έτσι, μόνο και μόνο γιατί μου ’κανε λύπη να ξαναβλέπω το σπίτι, που δεν ήτανε πια δικό μας. Απ’ εναντίας η λύπη αυτή μου ’κανε κατά βάθος μια ευχαρίστηση και πολλές φορές, όταν από μακριά ξεχώριζα τις δυο κορφές των κυπαρισσιών, πίσω από τους μαντρότοιχους και τα χαμηλόσπιτα, μου άρεσε να τρέχω και να τα κοιτάζω σαν παλιούς γνώριμους. Μα δεν ξέρω, ένα περιστατικό μ’ έκανε να κρυώσω με το παλιό μας σπίτι και ν’ αποφεύγω περισσότερο να τ’ αντικρύζω.
Μια φορά, που καθώς περνούσα ξενοιασμένος από κάτω, κάτι με ξάφνιασε. Ένα τραγούδι δυνατό, άγριο και πρόστυχο, συνοδευμένο από παράχορδα όργανα, μου χτύπησε στ’ αυτιά. Γύρισα και είδα τα παράθυρά του φωτισμένα, ανοιχτά πέρα πέρα, με μια βάναυση χαρά. Το τραγούδι έβγαινε από κει μέσα κι εξακολουθούσε δυνατό, με αραδιασμένα απάνω σ’ ένα έπιπλο, διάφορα γυαλικά κι ασημικά. Ήταν στον ίδιο τοίχο που ακουμπούσε άλλοτε η βιβλιοθήκη του πατέρα μου, με τα σοβαρά, χοντρά βιβλία. Και το τραγούδι εξακολουθούσε ολοένα δυνατότερο, ολοένα βραχνότερο.
Από τη στιγμή εκείνη το σπίτι μας μου είχε γίνει ξένο. Μια αηδία μάλιστα είχε γεννηθεί βαθιά μέσα μου. Τα βάναυσα τραγούδια και οι χαρές τού ταίριαζαν τόσο λίγο, που για μια στιγμή δεν ήξερα αν πρέπει να σιχαθώ ή να λυπηθώ. Θαρρούσα πως κι αυτό, βαθιά μέσα στα θεμέλιά του, έπασχε από την νευθυμία αυτή. Ήταν ένα σπίτι μελαγχολικό και λυπημένο από τα νιάτα του. Η χαρά ποτέ δεν αντήχησε μέσα του με βιολιά και με τραγούδια. Ήταν και οι χαρές του σιγαλές και μετρημένες σαν τις λύπες του. Μια ήσυχη μελαγχολία το σκέπαζε πάντα, κι ένας πόνος κρυφός κατοικούσε κάτω από την στέγη του. Ο πατέρας μου μπήκε άρρωστος και βασανισμένος εκεί μέσα, από την πρώτη μέρα καρφωμένος σε μια πολυθρόνα. Η μητέρα μου νοσοκόμα στο πλάι του, πιστή και αφοσιωμένη. Κι εγώ, όταν δεν κοίταζα τη θάλασσα και τα λευκά πανάκια από το παράθυρό μου, καθισμένος δίπλα του, να του διαβάζω από τα μεγάλα παλιακά βιβλία της βιβλιοθήκης του, που δεν τα καταλάβαινα, μα τ’αγαπούσα. Και η υπηρέτρια μας, μια γριά, χαροκαμένη, φορτωμένη λύπες, με τα μάτια πάντα κόκκινα από τα πολλά κλάματα, που είχαν στερέψει τώρα. Και όλοι περπατούσαμε σιγά και διακριτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Ως και τα πουλιά μέσα στα κλαδιά των ακακίων και της γαζίας μας, τραγουδούσαν κι αυτά με σβησμένες φωνούλες. Και όμως ήταν μια ωραία και ευγενικιά θλίψη του σπιτιού αυτού. Δεν έμοιαζε με τις λύπες τις άσχημες, που σε πιάνουν από το λαιμό, μέσα στ’ ακάθαρτα κατώγεια, μέσα στη σκιά και στην υγρασία. Το φως έμπαινε άφθονο και ωραίο από τα μεγάλα παράθυρα, ο λαμπρός ήλιος αγκάλιαζε πρόσωπα και πράματα, ο μπάτης βαλσάμωνε με τις πελαγίσιες μυρωδιές τη μελαγχολία μας και η ευωδιασμένη αναπνοή του κήπου μάς έκανε πάντα συντροφιά. Ως και τα παλιά, θλιβερά πρόσωπα απάνω στους τοιχους, φαίνονταν σα να ήθελαν να ξαναζήσουν κι αυτά σε μια νέα ζωή, μαζί μας. Ω! χωρίς άλλο τώρα, με τη νέα του ζωή, και την καινούργια του χαρά, το δυστυχισμένο σπίτι θα ένοιωθε μια βαθιά λύπη και μια παράξενη αποστροφή μέσα στα θεμέλιά του. Το λυπήθηκα από μέσα από την καρδιά μου κι έφυγα μακριά και δεν θέλησα να ξαναπεράσω πια σιμά του.
Και όμως πώς μου ’τυχε να ξαναγυρίσω εκείνη τη βραδιά κι εγώ δεν το καταλαβαίνω. Όσοι άκουσαν το πάθημά μου, ένα αστείο πάθημα, γελούν ακόμη με την αφηρημάδα μου. Γελώ κι εγώ με τα χείλια μου. Μόνο με τα χείλια μου.
Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τον καιρό που άφησα για πάντα το παλιό μας σπίτι. Στο καινούργιο σπίτι είχαμε φέρει μαζί μας τη μελαγχολία μας, χωρίς τα πελαγίσια δροσερά βάλσαμα του μπάτη, χωρίς τις ευωδιές των ακακίων και της γαζίας μας. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να βαστάξει την καινούργια ζωή. Τώρα καταλαβαίνω πως η ομορφιά τον κρατούσε στον κόσμο. Η σκοτεινή λύπη τού νέου σπιτιού τον έπνιξε. Και μια μέρα πέρασε πάλι για τελευταία φορά, κάτω από τη στενή, χαμηλή θύρα. Και το πρόσωπό του ήταν πιο χαρούμενο και πιο ήρεμο, τώρα που έφευγε, από την ημέρα που ερχότανε.
Τέσσερις μήνες, ναι, σωστοί τέσσερις μήνες είχαν περάσει από τον καιρό που αφήσαμε το παλιό μας σπίτι. Ένα βράδυ γύριζα να κοιμηθώ με μια παράξενη ευθυμία. Ο νους μου έτρεχε στα πιο εύθυμα πράγματα της ζωής. Και τα πόδια μου μ’ έφερναν αλαφρά χωρίς να καταλαβαίνω πού πηγαίνω. Έφτασα στην πόρτα του παλιού μας σπιτιού και χτύπησα το κουδούνι. Ο ήχος μου ήταν γνωστός και ευχάριστος. Δυο χτυπήματα σαν πάντα. Και περίμενα να μου ανοίξουν. Μια αλαφρά ευωδιά από τα νυχτολούλουδα με χαιρετούσε από τα βάθη του κήπου. Άξαφνα ανοίγει ένα παράθυρο.
Ο κρότος του νου φάνηκε πως με ξύπνησε από ένα ωραίο όνειρο σε μιαν άσχημη ζωή. Είχα καταλάβει πια την πλάνη μου. Στο σπίτι μας δεν άνοιγαν ποτέ έτσι τα παράθυρα αν χτυπούσε η πόρτα. Μα δεν ήταν πια καιρός να χαθώ σαν κλέφτης. Έμεινα ωστόσο καρφωμένος εκεί μπροστά στην ξένη πόρτα. Μια φωνή άγρια μου χτύπησε στ’ αυτιά.
— Ποιος είναι;
Έμεινα βουβός.
Δεύτερη φωνή, αγριότερη.
— Ποιος είναι;
— Εδώ κάθεται, σας παρακαλώ, ο κύριος…;
Και είπα με ντροπή το οικογενειακό μας όνομα, κρύβοντας το πρόσωπό μου στη σκιά.
Το παράθυρο έκλεισε βιαστικά, με λίγα μασημένα λόγια, που δεν τα κατάλαβα. Το λάθος ήταν δικό μου. Είχα χαλάσει τον βαρύ ύπνο ενός δυστυχισμένου ανθρώπου.
Τράβηξα το δρόμο μου, με μια τρεμούλα στα γόνατα, μακριά από την ξένη πόρτα. Στο χαμηλό ταρατσάκι, δίπλα στη μάντρα, ένα ταρατσάκι που σκέπαζε τα δωμάτια του κηπουρού μας, ένα μαύρο κουλουριασμένο πράγμα, κοντά στη καπνοδόχο, μ’ έκανε να σηκώσω τα μάτια μου. Ήταν η χαϊδεμένη μας γάτα. Πάντα στην ίδια θέση, κοντά στην καπνοδόχο. Αυτή μονάχα δεν θέλησε να μας ακολουθήσει. Έμεινε πιστή στο παλιό σπίτι. Καμιά δύναμη δε μπορούσε να ξεκολλήσει το αδύνατο αυτό πλάσμα, από τη στέγη που γεννήθηκε. Και, δεν ξέρω πώς, το ασθενικό αυτό πλάσμα μού γέννησε κάποιο σεβασμό με την δύναμη της αγάπης του. Έκαμα να την φωνάξω, ν’ ακούσω το παραπονετικό νιαούρισμά της, να της πω ακόμα πως πέθανε ο καημένος ο πατέρας… Μα ο ήσυχος, ευτυχισμένος ύπνος της, μου φάνηκε σαν κάτι ιερό. Κάτω από την ωραία αστροφεγγιά. Την άφησα να κοιμηθεί κουλουριασμένη απάνω στο δώμα, δίπλα στην καπνοδόχο. Εγώ μονάχα έπρεπε να φύγω μακριά από το ξένο σπίτι. Και τράβηξα το δρόμο μου, με βιαστικά βήματα, σαν κλέφτης.