Στους στίχους μου
Συγγραφέας:


Ἐμπρός, πεζοί μου στίχοι, φανῆτε τυπωμένοι,
ἂς σᾶς διαβάζουν ὅλοι καὶ ἂς σᾶς τραγουδοῦν...
ἀλλ' ὅμως ποιός γνωρίζει τί τύχη σᾶς προσμένει,
τί χέρια θὰ σᾶς πιάσουν, τί μάτια θὰ σᾶς δοῦν!

Εἰς ἕνα κι' ἄλλος μέρος μὲ στόμφο θὰ σᾶς κρίνουν,
ἐδῶ θὰ σᾶς τρομάζουν, θὰ σᾶς πετοῦν ἐκεῖ,
τί σχόλια καὶ κρίσεις ἐπάνω σας θὰ γίνουν,
καὶ τί δὲν θὰ σᾶς ψάλλουν καμπόσοι κριτικοί.

Θὰ τοὺς ἀκοῦς νὰ λένε: - Τί ποίησις χυδαία!
τί στίχοι τετριμμένοι! τί πνεῦμα χλιαρό!
ποῦ ἔξαρσις; ποῦ μία πρωτότυπος ἰδέα;
τοὐλάχιστον νὰ ἔχουν χαρτὶ γυαλιστερό! -

Κι' ἴσως γιὰ σᾶς κανένας φιλάργυρος φανῇ,
καὶ καταθυμωμένος τὴν ὥρα βλασφημήσῃ,
ὅπου συνδρομητής σας τοῦ ἦλθε νὰ γενῇ
καὶ μ' ὅλη τὴν καρδιά του τὰ φράγκα του θρηνήσῃ.

Ἴσως ποτὲ κανένας πατέρας αὐστηρός,
ἂν πέσετε στὰ χέρια τῆς κόρη του, ντραπῇ,
κι' εὐθὺς σᾶς παραδώσῃ στὰς φλόγας τοῦ πυρός
καὶ στὴ σεμνή του κόρη αὐτὰ τὰ λόγια πῇ:

- Καὶ σὺ τοὺς κακοήθεις διαβάζεις ποιητάς;
ντροπὴ αὐτοὶ οἱ στίχοι ν' ἀρέσουν καὶ στὴς κόραις·
κατάρα στῶν ἀκάκων ψυχῶν τοὺς στρεβλωτάς!
διαφθορὰ εἰς ὅλα... O tempora! O mores!

Ἀλλ' ἂν σᾶς δῇ καὶ δοῦλος κανένας τοῦ Ὑψίστου,
πολὺ φοβοῦμαι μήπως τοῦ φέρετε σπασμούς,
μὴ στὴν ὀργὴ σᾶς στείλῃ τοῦ μαύρου Ἀντιχρίστου,
κι' ἀπὸ τὸ στόμα βγάλῃ βαρεῖς ἀφορισμούς.

Μὰ ἴσως καὶ κανένας γενναῖος πατριώτης
ἀπὸ θυμὸ ἀφρίσῃ καὶ σκούξῃ δυνατά:
- Ὁποῖος τῆς πατρίδος ἀνίερος προδότης!
τὰ ὅσια τοῦ ἔθνους θαρρεῖ γιὰ χωρατά.

- Τί ἄπατρις, τί κρύα, τί κομπορρήμων Μοῦσα!
Πῶς βλέπουν ἕνα τέτοιον προδότην ἀναιδῆ;
δὲν ψάλλει τὰ τσαπράζια, τὴ λεβεντιὰ τοῦ Τούσα,
τὸ πᾶν ἐξευτελίζει, τὰ πάντα παρῳδεῖ. -

Αὐτὰ θ' ἀκοῦτε κι' ἄλλα, ὦ στίχοι μου καϋμένοι...
θὰ σᾶς ὑμνῇ ἐκεῖνος, αὐτὸς θὰ σᾶς οἱκτείρῃ·
ἴσως ποτὲ ἡ δόξα μὲ ἄνθη θὰ σᾶς ραίνῃ,
μὰ ἴσως καὶ τυλίξουν μὲ σᾶς... τουλουμοτύρι.