Στους Στύλους
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1884.


Βαριὰ ἐξαπλωμένος εἰς τοῦ Διὸς τοὺς Στύλους
σὰν θεριακλῆς Σουλτᾶνος τὸ ναργιλὲ ρουφῶ,
κυττάζω πότε πότε καὶ τοὺς ἀνεμομύλους,
καὶ πότε μ' ἕνα κι' ἄλλο καταφιλοσοφῶ.
Στ' ἀριστερό μου χέρι στηρίζω τὸ κεφάλι,
κι' εἰς ρεμβασμοὺς καὶ σκέψεις ἀφίνομαι καὶ πάλι.

Ὤ! πόσοι δοξασμένοι ἐπέρασαν αἰῶνες!
Πόσοι σ' αὐτὸ τὸ μέρος δὲν ἦλθαν θεριακλῆδες!
καὶ πόσους τάχα τούταις ἡ θαυμασταῖς κολώναις
ἕως αὐτὴν τὴν ὥρα δὲν εἶδαν καφετζῆδες!
Πόσοι ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἐδῶ τῶν νεωτέρων
ἐσκέφθησαν πολλάκις τοῦ ἔθνους τὸ συμφέρον!

Ὤ! πόσοι δοξασμένοι ἐπέρασαν αἰῶνες
ἀπὸ τοῦ Περικλέους μέχρι τῆς ἐποχῆς μου!
Κι' ὀρθαῖς ἀκόμη στέκουν ἐμπρός μου ἡ κολώναις,
ἀντὶ νὰ πέσουν ὅλαις κατὰ τῆς κεφαλῆς μου.
Στέκουν ὀρθαῖς νὰ βλέπουν ἐπάνω τὰ οὐράνια
καὶ κάτω τοῦ κυρίου Δαμασκηνοῦ τὰ μπάνια.

Ὤ! σεῖς, παλῃαῖς κολώναις, ἀμέσως γκρεμισθῆτε!
μὴ βλέπετε τὸ αἶσχος αὐτῶν τῶν νέων χρόνων...
κι' ἂν στέκεσθε ὁλόρθαις, ποτέ σας δὲν θὰ δῆτε
πολεμιστὰς καὶ νίκας ἀρχαίων Μαραθώνων.
Δὲν θὰ ἰδῆτε δόξαν καὶ Περικλῆ κανένα,
θὰ βλέπετε μονάχα τὸν καφετζῆ κι' ἐμένα.

Κι' ἐνῷ ρεμβάζω ἔτσι μετὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου,
καὶ βλέπω παρακάτω τὸ κάθε κυπαρίσσι,
δὲν ξέρω μιὰ ἰδέα πῶς ἔρχεται στὸ νοῦ μου,
πὼς εἰμπορεῖ καμμία κολῶνα νὰ γλιστρήσῃ
ὡσὰν κι' αὐτὴ τὴν ἄλλη, ποὺ ἔπεσε μιὰ μέρα
καὶ πέρνω τὸ μαρκοῦτσι καὶ πάω παραπέρα.