Στον κάμπο αλάργα
Συγγραφέας:
Ο Νουμάς, τεύχος 753, 15/1/1922


Στὸν κάμπο ἀλάργα, ὡραία μου, φεγγοβολοῦν
Δεύτερος ἥλιος τὰ χρυσὰ παλάτια.
Μὰ ἡ τόση λάμψη σβυέται ὅταν φανοῦν
Ψηλὰ στὰ παραθύρια τὰ δυὸ μάτια.

Τὰ μάτια τῆς βασιλοπούλας πὤχουνε
Τὸν ἐραστὴ τοῦ κάμπου ξετρελλάνει
Ποὺ πάει τὴν πληγωμένη του καρδιὰ
Δῶρο τῆς ρηγοπούλας γιὰ νὰ κάνῃ,

Γοργὰ γοργὰ μὲ πόθς καὶ μὲ ὀνείρατα
Μ’ ἐλπίδες ὅπου ἀστράφτουν στὴ ματιά του
Ἐνῷ τοῦ ἥλιου παίζουνε οἱ χρυσὲς
Ἀχτίδες στὰ τετράξανθα μαλλιά του.

Καὶ πηαίνοντας τὸν ἀκλουθοῦν τὰ λούλουδα
Τὸν ἀκλουθοῦν καὶ τὰ πουλάκια ταίρια·
Μαζί του πγαίνει πάντα ὁ οὐρανὸς
Κ’ ἡ νύχτα πάει μαζί του μὲ τ’ ἀστέρια

Μὰ ὅσο κι ἂν παίρνει γλήγορα τὸ δρόμο του
Τόσον ἀλάργα πᾶνε τὰ παλάτια
Με τῆς βασιλοπούλας τῆς γλυκειᾶς
Τὰ μαῦρα μαῦρα, ἀγάπη μου, τὰ μάτια.