Στον απαρηγόρητο πατέρα Ιωσήφ Τζανίνη
Στὸν ἀπαρηγόρητο πατέρα Ἰωσὴφ Τζανίνη Συγγραφέας: |
Μαῦρε πατέρα! ὁ πόνος σου
πόσο μὲ θλίβει ὤ! πόσο!
Παρηγοριὰ εἶν' ἀδύνατο
'ς ἐσὲ κἀμμία νὰ δώσω.
Σοῦ πῆρα τὸ μονάκριβο,
καὶ θησαυρός σου μόνος
εἶναι τοῦ Χάρου ὁ πόνος,
ποῦ σ' ἄφηκεν αὐτό.
Μὲ λογισμοῦ φτερούγιασμα,
ζητῶντας τὸ παιδί σου,
ἀπ' ἄστρο εἰς ἄστρο, φίλε μου,
άνέβα καὶ ποτίσου,
ποτίσου ἐκεῖ ποῦ ἀστέρευτη
γλυκειὰ πηγὴ ἀναβρύζει,
καί, τρέχοντας, δροσίζει
τοῦ ἀνθρώπου τὸν καϋμό.
Γι' αὐτὴν ὁποῦ τὰ στήθη σου
μὲ τόσο κλάϋμα βρέχει,
γιὰ σένα ὁ κόσμος, ἄχαρε,
στάλα δροσιᾶς δὲν ἔχει.
Τί βλάβη; Ὁ νοῦς σας ἄκοπα
ψηλὰ θὰ τρέχῃ τώρα
μὲς τὴν αἰώνια χώρα,
ποὖναι τ' ὡραῖο παιδί.
Σὰν ἕνας ὁποῦ ξέμακρα
σὲ λόγγους παραδέρνει,
κ' ἴσια τὸ φῶς τοῦ τόπου του
στερνὰ τὸ δρόμο παίρνει,
ἄχ! ἐδῶ κάτου, τρέχοντας
μὲ πόδια αἱματωμένα,
στὸν οὐρανὸ γυρμένα
θἄχῃς τὰ μάτια ἐσύ.
Ἐκεῖ ποῦ νόμοι ἀπόκρυφοι
μᾶς ἔρριξαν μία μέρα
πρέπει, ἀκριβέ, νὰ σχίσωμε
τὸ μονοπάτι ὣς πέρα.
Στὸ δρόμο ἢ βάτους εὕρωμε
ἣ μαλακὸ γρασίδι,
ν' ἀλλάξωμε ταξεῖδι
δὲν εἶναι δυνατό.
Κλάψε. Ἄν ὁ κόσμος ἄπονα
γυρεύει σταὶς χαραίς του
νὰ δείξῃς ἄλλο πρόσωπο,
γῦρε γλυκὰ καὶ πές του:
- Εἶχα παιδί· τὸ θάψανε,
καὶ θησαυρός μου μόνος
εἶναι τοῦ Χάρου ὁ πόνος
ποῦ μ' ἄφηκεν αὐτό.