Στον Καραβέλωφ
Συγγραφέας:
Ιανουάριος 1886.


Ὦ Καραβέλωφ ἄγριε μὲ μάτια γουρλωμένα,
ὁποὺ νὰ πάρ' ὁ διάβολος τὴ μάννα ποὺ σ' ἐγέννα,
ποτὲ καὶ σὺ σὰν ἄνθρωπος νὰ μὴν ἰδῇς χαΐρι,
κανεὶς νὰ μὴ σὲ λυπηθῇ καὶ νὰ μὴ σὲ οἰκτείρῃ,
σὰν ἔρημο παλῃόσκυλο στοὺς δρόμους νὰ ψοφήσῃς
κι' οὐτιδανὸς καὶ ἄταφος μιὰ μέρα νὰ σαπίσῃς.

Νὰ πέσῃ ἀστραπῆς φωτιὰ καὶ νὰ σὲ κατακάψῃ,
κανένας εἰς τὸν τάφο σου δυὸ λόγια νὰ μὴ γράψῃ,
νὰ μὴν καῇ στὸ μνῆμα σου οὔτε δυὸ δράμια λάδι,
καὶ ἀπ' ὀπίσω κι' ἀπ' ἐμπρὸς νὰ σὲ βαροῦν μὲ σκάγια,
ἀπατεών, ἀναίσχυντε, ἀντίχριστε, κανάγια.

Ἐσὺ πρασινοκίτρινε τοῦ κόσμου παπαγάλε,
ἐσύ, μωρέ, μᾶς ἔβγαλες αὐτὸ τὸ πανηγύρι,
καὶ συμφοραὶ παντοῦ τῆς γῆς ἐπλάκωσαν μεγάλαι,
κι' ἀπὸ τὴ φτώχεια ὅλοι μας ἐγίναμε σὰν τσίροι.
Ἐσύ, μωρέ, μᾶς ἔκανες μαλλιὰ κουβάρια ὅλους,
κι' ἐκίνησες στρατεύματα καὶ θαλασσίους στόλους.

Ἐσὺ μονάχα ἔκαμες κι' ἐμὲ τὸν κακομοίρη
νὰ σκέπτωμαι τὸ στάτους κβό, τὸ ἄντε καὶ τὸν Αἷμο,
ν' ἀκούω εἰς τὸ σπίτι μου πολεμικὸ ψαλτῆρι,
καὶ κοιμισμένος καὶ ξυπνὸς ὁλάκερος νὰ τρέμω.
Νὰ βλέπω πὼς μὲ κυνηγοῦν μὲ κοφτερὸ λεπίδι,
νὰ πέφτω πάντοτε στεγνὸς καὶ νὰ ξυπνῶ μουσκίδι.

Ἂν ἔπεφτες καμμιὰ φορὰ εἰς τὰ δικά μου χέρια,
τί θὰ τραβοῦσες, μασκαρᾶ, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει!...
ἀνάσκελα θὰ σ' ἔστρωνα ἀπάνω σὲ μαχαίρια,
κι' εὐθὺς θὰ σὲ πετσόκοβα μὲ μυτερὸ νυστέρι.
Καὶ πάλι τὰ κομμάτια σου θὰ τὰ ξανακολλοῦσα,
καὶ πάλι τὸ πετσόκομμα μὲ λύσσα θ' ἀρχινοῦσα.

Νά! δεκαπέντε φάσκελα ἐκ μέρους μου, ἀρκοῦδα,
κι' ἐκ μέρους τοῦ Πρωθυπουργοῦ ἀκόμη ἄλλα τόσα,
φτοῦ! νὰ χαθῇς, ἀδιάντροπε καὶ πονηρὲ Ἰούδα,
ποὔχεις φαρμάκι στὴν καρδιά, φαρμάκι καὶ στὴ γλῶσσα.
Τί καταλάβατε, μωρὲ Βουλγάροι παλῃανθρώποι,
ὁποὺ ἀνακατώσατε κι' ἐμᾶς καὶ τὴν Εὐρώπη;

Εἶδες ἐκεῖ, βρὲ ἀδελφέ, κατάστασις πραγμάτων!
ἕνας σαχλὸς Καραβελὼφ νὰ μᾶς ἀναστατώνῃ,
νὰ γίνεται ἡ ἀφορμὴ συγκρούσεων κι' αἱμάτων,
καὶ ὅλο τὸ Ρωμαίϊκο στὸ πόδι νὰ σηκώνῃ,
καὶ νὰ μὴ βρίσκεται κανεὶς νὰ τοῦ τῇς πασσαλείψῃ,
καὶ μέσα στὸν ὑπόνομο τὴ μούρη του νὰ τρίψῃ;

Κι' εἶναι κατάστασις αὐτή; καὶ εἶναι κόσμος τοῦτος;
καὶ δὲν ὑπάρχουν Γίγαντες οὐδὲ Τιτᾶνες πλέον;
ποῦ εἶναι ὁ Ἀφρικανός Σκηπίων καὶ ὁ Βροῦτος;
ποῦ εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ποῦ ὁ Ναπολέων;
ποῦ ὁ Μωάμεθ δεύτερος κι' ὁ Ζίγγις-Χὰν ἐκεῖνος;...
τὰ πάντα πλάνη καὶ σκιά, τὰ πάντα χοῦς καὶ θρῆνος!