Στολιδάρης
Συγγραφέας:
«Άπαντα» α΄δημοσίευση, Κέρκυρα 1827


   Σε γάμον άρχοντας προσκαλεσμένος
ο Νούλης βρίσκονταν απελπισμένος,
τι δε εγένονταν να καταφθάσουν
σκουτιά ολοκαίνουργια να του ετοιμάσουν.
Να πέι δεν έστεργε, καθώς φορούσε,
κι απαρηγόρητος εβλαστημούσε.

Του λέγει φίλος του: «Και τις η χρεία
να καταθλίβεσαι χωρίς αιτία;»
Μήγαρ είν΄ άφευκτο ν΄ αντραλωθούμε,
εκεί γιορτιάτικοι για να φανούμε;
Παρόμοιες πρόληψες για τα στολίδια
μικρών κι ανηλίκων ανθρώπων ίδια.
Κι εγώ ξεκίνησα με τα παλιά μου,
μηδέ καν διάλεξα τα πλιο καλάμου».
Ο φίλος πάσκαγε με λόγου κρίσι
τον ισχυρόγνωμο να καταπείσει.
Χαμένα απόσταινε τον λάρυγγά του.
Εκείνος ήθελε τη φορεσιά του !

     Κριτή με ζήτησαν ν΄αποφασίσω,
τη γνώμη μου έδωσα, χωρίς ν΄αργήσω.
Και προς τον σύμβουλο ευθύς τηρώντας,
παρόμοια εμίλησα χαμογελώντας:
«Κραίνεις εξαίρετα η αφεντιά σου.
Μόν' ένα δίκιο του καλοστοχάσου.
Αν πάει αστόλιστος και δεν φαντάξει,
ποιος τον στοχάζεται να τον κοιτάξει;»

  • αντραλίζομαι και αντραλώνομαι= στενοχωρούμαι, ζαλίζομαι
  • μήγαρ= μήπως
  • πάσκαγε, ιδιωμ. παρατ. του πασκίζω= προσπαθώ