Στιχούργημα Δ'
Συγγραφέας:


Ἔτρίζ' ἡ πύλη τῆς εἱρκτῆς ἐπάνω στοὺς μοχλούς της·
πῶς ἐνθυμοῦμαι τοὺς φρικτοὺς ἑκείνους ὀρυγμούς της.
Ἐμβῆκα μέσα κ' ἔκλεισαν ὀπίσω μου τὰς θύρας,
τὰς θύρας ὅπου ἔκαμαν στὸν κόσμο τόσας χήρας!
Ἔμειν' ἀκίνητος εὐθὺς καὶ ἔστρεφα τὸ βλέμμα
μήπως χωρίσω κάτι τι στὴν ἄβυσσον ἐκείνην·
βαρεῖα μὲ προσέβαλεν ὀσμὴ ὡς ἀπὸ αἷμα·
εἰς μίαν ἄκραν εἶδον τι ποὺ ὡμοίαζεν εἰς κλίνην.
Τόσον βαθὺς τὴν φυλακήν ζόφος κατασκοτίζει,
ποὺ λέγεις ἀπ' τοὺς τοίχους της ὅτ' ἴσως ἀναβλύζει.

Μέσα ἐδῶ εἶν' πρὸ πολλοῦ κλεισμένος ὁ Ἠλίας
χωρὶς ἐλπίδος πιθανῆς καμμίας σωτηρίας·
ὁ δεσμοφύλαξ ἄναψεν ἕνα ἰσχνὸν κηρίον
καὶ τότε ὑπῆγα εἰς αὐτὸν ἔμβοφος καὶ δακρύων·
Θεέ μου! πῶς σ' ἐγνώρισα, ὦ δυστυχῆ Ἠλία,
καὶ πῶς σὲ βλέπω τώρα ἐδῶ! Τὸ πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν του
τὸ εἶχε σβέσει τῆς εἱρκτῆς ἡ ἄκρα τῶν ποδῶν του.
Ἔτρεμ' ἐκεῖ στὴν κλίνην του καὶ τοὺς ὀδόντας τρίζει,
τόσον τὸ ψῦχος τὸ πολὺ τὰ μέλη του κλονίζει.

Ἄν ἔβλεπες τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ νεκρόν του βλέμμα,
τὰ χείλη κατακόκκινα ἀπὸ πηγμένον αἷμα,
κ' ἕν κάτι τὶ ποὺ εὑρίσκεται πάντοτ' εἰς ἕνα πτῶμα,
ἤθελ' εἰπῇς, τὸν ἔφαγε τοῦ μνήματος τὸ χῶμα.
Μόλις μὲ εἶδ' ἐκάθισε στὸν μαῦρον κράββατόν του,
καὶ μὲ πνιγμένην τὴν φωνὴν μοῦ λέγει· «Τὸ γνωρίζω·
τὸν θάνατόν μου ἔφερες.» Καὶ κάμνων τὸν σταυρόν του
κι' ἀναστενάζων ἔκραζε: «Στὸ μνῆμα τώρα ἐγγίζω·
Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ· σὺ μ' ἐλυπήθης μόνον,
ἀφοῦ στὸν τάφον μ' ἔθεσαν σήμερον ἕνα χρόνον.

«Ἐγὼ εἶμ' ἤδη ἀσθενής. Τὰ χείλη μου τὰ βλέπεις;
Θεώρησέ τα καὶ ἀλλαχοῦ τὰ βλέμματα μὴ τρέπης·
αὐτὸ τὸ αἷμα, ποὺ ἐπ' αὐτῶν εἶν' ἤδη πεπηγμένον,
τὸ εἶδες σ' ἄλλον πώποτε ἐδῶ φυλακωμένον;
- Ἄχ! μ' ἔφαγεν ἡ φυλακή, μ' ἔφαγ' ἡ ἐρημία!
- Θαμμένος πάντοτε ἐδῶ ὡς νυκτερὶς στὸ σκότος
ἄλλος δὲν εἶναι σύντροφος, ὦ δυστυχῆ Ἠλία,
παρὰ αὐτῶν σου τῶν δεσμῶν ὁ φρικαλέος κρότος.
- Τοὺς ὀφθαλμούς μου ὁλονυκτῶς ποτέ μου δὲν τοὺς κλείω,
διότι αἷμα καὶ χολὴν ἀκαταπαύστως πτύω.

»Βλέπεις ἐκεῖ στὴν σκοτεινὴν τῆς φυλακῆς γωνίαν;
Ἕνας σκορπίος ἔκτισεν ἐκεῖ τὴν κατοικίαν.
Κάθε ἑσπέρας ὅτ' ἐγὼ τὸ αἷμα μου ἐξέμω
καὶ ὅτε απ' τὸν πυρετόν συστρέφομαι καὶ τρέμω,
τότε αὐτὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τῆς φωλεᾶς του,
καὶ ἔρχεται νὰ μὲ ἰδῇ, μὲ αἷμα νὰ γεμίσῃ.
Στὰ αἱματωμένα χείλη μου πολλάκις τῆς οὐρᾶς του
ἠσθάνθην τὰ κεντίσματα. Ἴσως νὰ μὲ φιλήσῃ
ἐπιθυμεῖ ὁ δυστυχής, διότι ἐδῶ κλεισμένον,
τὸν ἔχω μὲ τὸ αἷμα μου ὡς τώρα χορτασμένον.

»Ἀκούεις ποῖοι ἔρχονται ἐδῶ νὰ μ' ἀσπαθῶσι;
Τὶ βλέπω; οἱ δυὸ σου ὀφθαλμοὶ πικρῶς δακρυροῶσι.
Τὰ δάκρυά σου φύλαξε, δὲν ἤνοιξα ἀκόμα
στὰς ἄλλας δυστυχίας μου τὸ νεκρικόν μου στόμα.
Ὅταν ἀκούσης πὼς ἐδῶ τὴν νύκτα ὁ Ἠλίας
διάγει ἔρμος μοναχὸς στῆς φυλακῆς τὰ βύθη
καὶ ποῖαι ἔρχονται σκιαὶ ἐν μέσῳ τῆς σκοτίας
νὰ μοῦ πατοῦν τὰ ἀσθενῆ καὶ ἀσθμαίνοντά μου στήθη,
ἄχ! τότε πόσα δάκρυα ποταμηδὸν θὰ χύσῃς;
Ψυχρὸν ἂν εἶσαι μάρμαρον καὶ πέτρα θὰ δακρύσῃς.»

Κλείει τὸ στόμα μίαν στιγμήν, κ' ἔπειτ' ἀναστενάζει,
τὸ βαρυμένον στῆθός του ὀγκοῦται καὶ κοχλάζει.
Φαίνεται ὅτι ἤρχιζαν εἰς τὴν στγμὴν ἐκείνην
νὰ κατεβαίνουν αἱ σκιαὶ στὴν θολεράν του μνήμην.
Καθὼς ἕν νέφος σκοτεινὸν κοράκων πεινασμένων
κρημνίζονται μὲ θόρυβον ἐπάνω τῶν πτωμάτων,
μαῦρα καθὼς τὰ φάσματα κακούργων κολασμένων
τἄγρια ρύγχη των κτυποῦν, ταράττουν τὰ πτερά των
ξεθάπτουν καὶ ξεσχίζουσι μετὰ σκληρῶν ὀδόντων
τὰ νεῦρα καὶ τὰ κρέατα σαπρῶν ἀποθανόντων.

Οἱ ὀφθαλμοί του ἔγιναν σκληροὶ καὶ αἱματώδεις,
ὡμοίαζον εἰς δυὸ πληγὰς βαθείας, τερατώδεις,
ὁποὺ ἀνοίγει ξίφος τι πλατὺ φαρμακευμένον.
Ἀφοῦ τὸν εἶδα τρέμοντα καὶ τόσον ταραγμένον,
ἠθέλησα μίαν στιγμὴν νὰ τὸν καθησυχάσω,
κ' ἐκεῖνος εἰς τοὺς λόγους μου ἰδοὺ πῶς μ' ἀπεκρίθη:
«Ἄν ὅ,τι ἔχω ἐδῶ στὸν νοῦν νὰ σὲ τὸ εἴπω φθάσω
καὶ ἄν ὅσα σὲ διηγηθῶ δὲν σὲ φανῶσι μῦθοι,
προσπάθησε, ἄν ἠμπορῇς, καὶ σὺ νὰ μὴ δακρύσῃς,
προσπάθησε, ἄν ἠμπορῇς, νὰ μὲ παρηγορήσῃς.

»Στοῦ τάφου μου τὰ σκοτεινὰ τὰ σπλάχνα ἐδῶ χωμένος
προχθὲς τὸ μεσονύκτιον ἤμην ἐξαπλωμένος
εἰς τὸν ξηρόν μου κράββατον, εἰς τὴν στερνήν μου κλίνην.
Ἄχ! τρέμω ἐνθυμούμενος τὴν ὥραν μου ἐκείνην!
Μακρόθεν οἱ ἀλέκτορες ἤρχισαν νὰ φωνῶσι
καὶ τὰς φωνάς των ἄγρυπνος μόνος μου ἀριθμοῦσα.
Κάθε φωνὴν ποὺ ἤκουα σκληρῶς νὰ παραιτῶσι
ὡς μίαν πληγὴν εἰς τὴν καρδιὰν τρέμων τὴν ἐμετροῦσα.
Ἐδῶ μ' αὐτὴν τὴν χλαῖνάν μου ὅλος τετυλιγμένος
τοὺς ὀφθαλμούς μου ἔκλεια ὡς νἄμην κοιμισμένος.

»Κρυφά, κρυφὰ τὰ βλέμματα ἔρριπτα στὴν θυρίδα
κ' ἐκύτταζα τὸν λύχνον μου, τὴν μόνην μου ἐλπίδα.
Κ' ἐνῷ εκύτταζα ἐκεῖ κρύος καθὼς τὸ χῶμα,
μ' ἐφάνη εἰς τὴν θυρίδα μου ἕνα πυρῶδες στόμα
ὁποὺ ἐφύσα κ' ἤθελε τὸν λύχνον μου νὰ σβύσῃ.
Στὰ πράσινα τὰ χείλη του ἔβλεπα κρεμασμένους
τοὺς σκώληκας τοῦ μνήματος ποὺ εἶχε παραιτήσει·
τοὺς μιαροὺς ὀδόντας του, ὅλους σεσαπρωμένους,
τοὺς ἔρριπτεν ἐπάνω μου μὲ κάθε φύσημά του.
Ἐσβέσθη ὁ λύχνος κ' ἔμεινε μόνον τὸ κάπνισμά του.

»Ἐκύτταζα μίαν στιγμὴν τὸν λύχνον ἐσβεσμένον
καὶ τὸν καπνὸν ποὺ ἀνέβαινε μὲ βλέμμα τρομασμένον.
Ἔτριζαν ἔξω κεραυνοί, ἔτριζ' ἡ φυλακή μου
ἐνόμιζα ὅτ' ἔφθασεν ἡ ὥρα ἡ στερνή μου!
Τριγύρω μου δὲν ἔβλεπα παρὰ βαθὺ τὸ σκότος
καὶ μέσ' στὸ σκότος ἔλαμπον φασμάτων λεγεῶνες.
Δὲν ἦτον ὅ,τι ἤκουα τῶν κεραυνῶν ὁ κρότος,
οὔτε ἀνέμων φύσημα, οὔτε βροχῆς σταγόνες.
Ἀλλ' ἦτο μπιγμα τρομερὸν ἤχων συγκεχυμένων,
καὶ λόγοι ἀκατάληπτοι στομάτων νεκρομένων.

«Ξύπνα», μοῦ ἐφώναζαν πολλοί, «ἐγέρθητι, Ἠλία»,
καὶ μὲ ἐμάστιζαν σκληρὰ μὲ ράβδους καὶ σχοινία.
Ἐστράφην καὶ ἐκύτταξα καὶ εἶδον πόσα πλήθη
σκιῶν ἐκαταβάρυναν τ' ἀσθμαίνοντά μου στήθη.
Φέρουν τινὲς εἰς τὸν λαιμὸν ἀκόμη κρεμασμένον
τὸν βρόγχον ποὺ τοὺς ἔπνιξεν· οἱ μαύροι ὁφθαλμοί των
ἀπὸ ἕν νεῦρον κρέμονται λεπτὸν καὶ σαπισμένον,
τὸ στόμα των εἶν' ἀνοικτόν, πνιγμένη ἡ φωνή των.
Στὰ τανυσμένα μέλητων ἐφαίνοντο ἀκόμη
τοῦ τρομεροῦ θανάτου των καὶ οἱ σπασμοὶ κ' οἱ τρόμοι.

«Ἀφῆτε με, σκληραὶ σκιαί, ἀφῆτε με ἀκόμα»,
εἰς μάτην τοὺς ἐκραύγαζετὸ νεκρικόν μου στόμα.
Ἀφῆτε με, τὸ στόμα μου ἀκόμα ἀναπνέει,
ὁ ἄγρυπνός μου ὀφθαλμός, κυττᾶξτε, ἀκόμη κλαίει».
Ἦσαν κωφαί... δὲν μ' ἤκουαν... Τὸ χῶμα τῶν μνημάτων
εἶχε σφραγίσει τῶν σκιῶν ἐκείνων τὰ ὠτία.
Θεέ μου, πῶς μ' ἐφλόγιζαν σκληρὰ τὰ βλέμματά των!
Πῶς τῶν καυμένων σπλάχνων των μ' ἔπνιγ' ἡ δυσωδία!
Τοιουτοτρόπως ἔζησα ὣς τὴν αὐγὴν ἐκείνην·
τότε μ' ἀφῆκαν αἱ σκιαὶ στὴν ἔρημήν μου κλίνην.»
................................................................................
................................................................................
Ἔτριζε πάλιν τῆς εἱρκτῆς ἡ τρομερά ἡ θύρα
στοῦ κρύου δεσμοφύλακος την ρωμαλέαν χεῖρα.
Μόλις ἐμβῆκα ἔκουσα εἰς τὴν μικράν θυρίδα
τὸν δυστυχῆ νὰ μᾶς ζητῇ ὕδατος μιὰν ρανίδα.
Ἡ γλῶσσά του ἦτο ξηρά, ὁ λάρυγξ του καυμένος,
καὶ μ' ὅλον τοῦτο ὁ ἱδρὼς ρέει στὸ μέτωπό του.
Ὁ δυστυχὴς κατάδικος τόσ' ἦτον διψασμένος,
ὥστ' ἔγλειφε τὰ δάκρυα τῶν μαύρων ὀφθαλμῶν του,
καὶ ἐπροσπάθει νὰ τὰ πιῇ. Ἡ δίψα τοῦ θανάτου
ἦτον ἐκείνη ποὺ ἔτρωγε τὸν μαύρον λάρυγγά του.
...............................................................................
...............................................................................
Καὶ μίαν αὐγήν, πρωί-πρωί, δὲν ἔφεγγε ἀκόμα
κ' εἰς ἕνα ξύλον κρέμεται ἕν παγωμένο πτῶμα.
Τὸ ἐκινοῦσε ὁ ἄνεμος καὶ ὅταν τὸ ἐκινοῦσε,
ἤκουέ τις μονότανα νὰ τρίζῃ τό σχοινίον,
νομίζεις ὅτι ὁ νεκρὸς τὸν χρόνον ἐμετροῦσε.
Τὸ τέκνον του ἀνήλικον καὶ τρυφερὸν παιδίον,
πικρὰ ἐθρήνει κ' ἤθελε νὰ ἀσπασθεῖ τὸ πτῶμα·
ἀλλ' ἄχ! τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ἀπ' τὸ μικρὸν του στόμα.
............................................................................
............................................................................
Μακρὰν ἐκεῖ παράμερα σιωπηλά τὸν θάπτουν
καὶ οὔτε κἄν εἰς σάβανον τὸ πτῶμα του δὲν ράπτουν...
Ὁ λίβανος στὸ μνῆμά του ποτὲ δὲ θὰ καπνίσῃ,
δὲν θὰ φυτρῶσῃ ἐπάνω του κυπάρισσος μεγάλη
μὲ τὴν βαρεῖαν του σκιὰν ποτὲ νὰ τὸν δροσίσῃ.
Θέλει τὸν δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχή κι' ἀνεμοζάλη,
ἄγρια χόρτα κ' ἐρπετὰ τὸ μνῆμα του θὰ εκβάζῃ
καὶ σύντροφός του μία γλαῦξ ἐπάνω του θὰ κράζῃ.