Στιχούργημα Γ'
Συγγραφέας:


Τὰ θολωμένα κύματα οἱ ἄνεμοι ξεσχίζουν,
οἱ κεραυνοὶ γογγύζουσι καὶ σβύνονται καὶ τρίζουν,
ὁ νεφελώδης οὐρανὸς τὴν φύσιν ὅλην θάπτει·
καὶ μ' ὅλον τοῦτο τ' εἶν' ἐκεῖ ποὺ φαίνετ' ὅτι ἀστράπτει;
Δὲν εἶναι τὰχα οἱ ἀφροὶ κυμάτων ὠργισμένων
κατὰ σκοπέλων καὶ πετρῶν σκληρῶς συντριβομένων;
Εἶν' ὁ Λευκάτας κάτασπρος ἀπὸ τὰ γηρατεῖα,
εἶν' ὁ Λευκάτας σοβαρὸς ὡς εἶν' ἡ ἐρημία.
Εἰς τὰ γυμνὰ τὰ στήθη του τὸ φῶς ἀντανακλᾶται
τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ αὐτὸς νεκρὸς ἤδη κοιμᾶται.
Τὰ κύματα συντρίβονται, γογγύζουν ἀφρισμένα,
ἀπ' τὰ ξηρά του τὰ πλευρὰ φεύγουσι συντριμμένα,
φὲροντα πάντοτε μαζὶ τὴν κόνιν τῶν ὀστῶν του,
καὶ ὁ Λευκάτας οὔτε κἄν ταράττει τὸν λαιμόν του.

Στὸ φαλακρόν του μέτωπον αἱ χεῖρες τῶν αἰώνων
τὴν ἱστορίαν ἔγραψαν ἀναριθμήτων χρόνων.
Ἀλλὰ τὸ ὕδωρ τῶν ναῶν, ἡ μαύρη τρικυμία,
αἱ χάλαζαι καὶ ἡ χιῶν, ἡ ἄσπλαχνος δουλεία
τὴν κυρτωμένην ράχιν του ἤρχισαν νὰ ραπίζουν
καὶ μὲ ρυτίδας καὶ πληγὰς σκληρῶς νὰ στιγματίζουν
τὸ κατηφές του μέτωπον. Ἐσβέσθη ἡ πνοή του·
τὸ ἱερόν του ἔπεσεν· ἔκλιν' ἡ κεφαλή του.

Πῶς; δὲν ἐκάθησ' ἐπὶ σοῦ ὁ Ζεῦς ἐρωτευμένος
μὲ τὰς φλογώδεις τοῦ ἀετοῦ πτέρυγας ἐνδυμένος;
Καὶ τὼρα, τώρα ἐπάνω σου κάθηνται τυλιγμένοι
ποιμένες εἰς τὰς χλαίνας των, πτωχοὶ καὶ πεινασμένοι.
Τὴν πολιάν δὲν ἔστεψαν ἄλλοτε κορυφήν σου,
πολίχνη καὶ ναὸς θεοῦ; καὶ τώρα εἰς τη γῆν σου
τὶ ἄλλο παρὰ σκόπελοι φαίνονται καὶ θαμνίσκοι;
Λοιπὸν κ' ἡ δόξα εἶναι θνητή, κ' ἡ δόξα ἀποθνήσκει!
Ὁ ναύτης ὅταν ἔπλεε στὰ μαῦρα κύματά σου,
ἐπρόσφερε γονυπετὴς δεήσεις καὶ θυσίαν
καὶ σὺ σκληρὸς σ' ἀνταμοιβὴν ἔπεμπες τρικυμίαν.
Τώρα ἐπέρασ' ὁ καιρός, ὁ ναύτης δὲν τρομάζει,
κι' ὅταν περνᾷ πλησίον σου σχεδὸν δὲν σὲ κυττάζει.
Ματαίως σὺ ταράττεσαι, θολώνεσαι, ἀφρίζεις,
ματαίως τὸν αἰθέρα σου ταράττεις καὶ σκοτίζεις
τά κύματά σου θολερά, ψυχρὰ καὶ πεινασμένα
ἐπάνω σου κρημνίζονται, σὲ τρώγουν λυσσασμένα.
Ὁ ναύτης φεύγων μειδιᾷ, δὲν σὲ τρομάζει πλέον,
γνωρίζει ὅτ' ἐγήρασε ὁ ἄγριος ὁ λέων.

Ὅτ' ἡ ποιήτρια Σαπφὼ ἔπεσε πρὸ ποδῶν σου,
ἀπὸ συμπάθειαν καὶ σὺ ἔκλινες τὸν λαιμόν σου,
καὶ ἔκτοτε ἐφύλαξες τὸ μέτωπον σκυμμένον
τὰ ὕδατά σου θεωρῶν μὲ ὄμμα δακρυσμένον
τὰ ὕδατά σου τὰ σκληρά, ποὺ ἴσως ὠργισμένα
γλείφουν ἀκόμα μὲ χαρὰν ὀστᾶ ἐρωτευμένα.
Στὴν κορυφήν σου, ὅπ' ἄλλοτε ἠκούοντο γλυκεῖαι
τὼν ἱερῶν σου αἱ φωναί, περιστεραὶ ἀγρίαι
ἐνίοτε ἀκούονται νὰ κλαίουσι, νὰ τρίζουν.
Λευκάτα! ὡς καὶ τὰ πτηνὰ στὸν τάφο σου γογγύζουν!
Κοιμήσου τώρα ἥσυχος· ἴσως θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα
ἀγέρωχος νὰ ὑψωθῇ ἡ δυστυχής σου χώρα·
κι' ἀντὶ ν' ἀκούσῃς τοὺς κλαυθμοὺς περιστερᾶς ἀγρίας,
ἴσως θ' ἀκούσῃς ἄσματα, φωνὰς ἐλευθερίας.