Στη μούσα μου
Στη μούσα μου Συγγραφέας: |
Ο Σουρής επιστρατεύεται και σατυρίζει τη ζωή του στρατώνα. 19 Οκτωβρίου 1880. |
Κατακαϋμένη Μοῦσα μου, τί γίνεσαι, ποῦ τρέχεις,
καὶ τόσαις μέραις πουθενὰ νὰ σ' εὕρω δὲν μπορῶ;
γιὰ τὸν παλῃὸ τὸν φίλο σου ἀγάπη πιὰ δὲν ἔχεις;
καὶ σὺ μὲ ἐλησμόνησες σὲ τοῦτο τὸν καιρό;
Ἄχ! ἀκαμάτρα Μοῦσα μου, σὲ ποιὰ λιακάδα νἆσαι;
μήπως, γιατὶ μ' ἐκάνανε φαντάρο καὶ φοβᾶσαι;
Κι' ἂν θὲς νὰ μ' εὕρῃς, Μοῦσα μου, δὲν θὰ μ' εὑρῇς νὰ πίνω
ἐξαπλωμένος, ὅπως πρίν, καφὲ βαρὺ γλυκό,
καὶ στὸ ταβάνι βλέποντας τὰ νύχια μου νὰ ξύνω...
πᾶνε τὰ γλέντια, Μοῦσα μου, μ' ἐκάμαν τακτικό.
Καὶ γιὰ νὰ μ' εὕρῃς πέταξε στῇς τριάντα δυὸ κολώναις
νὰ μὲ ἰδῇς μὲ ἅρματα, μπαλάσκαις καὶ κορώναις.
Καὶ ποῦ νὰ σ' ἔχω νὰ μὲ δῇς μὲ τὸ βαρὺ τὸ σάκκο
καὶ τὸ τουφέκι νὰ πετῶ δεξιὰ κι' ἀριστερὰ
ὡσὰν ἐλάφι νὰ πηδῶ, χαντάκι, ρέμμα, λάκκο,
ποὺ λὲς καὶ μοῦ ἐβάλανε στὰ πόδια μου φτερά.
Στοιχηματίζω, Μοῦσα μου πὼς δὲν θὰ μὲ γνωρίζῃς,
βρὲ τοῦτος εἶναι, θὲ νὰ πῇς, ἢ ἄλλαξε ἡ φύσις;
Μήπως γνωρίζω τάχα γὼ τὸν ἴδιο ἑαυτό μου;
καὶ ἄμα ντοῦρος στέκωμαι σὰν στύλος στὴ γραμμή,
καὶ ἅμα τὸ τουφέκι μου κρατῶ σφικτὰ ἐπ' ὤμου,
καλὰ καλὰ κυττάζομαι καὶ λέω «Ἂς νὰ μή».
Ἐγὼ ὁ ἴδιος βρίσκομαι γιὰ μένα σ' ἀπορία,
καθὼς τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἐκεῖνον τὸν Σωσία.
Προχθὲς ἀκόμα ἔκαμα στὸ κάστρο μία μάχη,
μὰ μὲ μπαροῦτι μοναχά... πῶ! πῶ! τί π α τ ι ρ ν τ ί!
Πυροβολοῦσα π ρ η ν η δ ὸ ν ἀπάνω σὲ μιὰ ράχη,
καὶ δέκα μυῖγαις πέφτανε στὴν κάθε μου βροντή.
Ἂν τότε δὰ σὲ ἔβλεπα νὰ στέκεσαι παρέκει
δὲν γλύτωνες... θὰ σ' ἔσπανα, τρελλή μου, στὸ φυσέκι.
Λοιπὸν γιὰ ἔλα, Μοῦσα μου, καὶ σὺ στὸ καραοῦλι,
ἐφ' ὅπλου λόγχη γρήγορα καὶ τρέχα δυνατά·
γίνε σὰν τὴν ἀσίκισσα καὶ σὺ τοῦ Ἀφεντούλη,
καὶ ἄφησε τὰ γλέντια σου καὶ τὰ χασμουρητά.
Μιὰ μέρα θὰ θυμώμαστε τὴν ἐποχή μας τούτη,
καὶ θὲ νὰ λέμε δὰ κι' ἐμεῖς «μυρίσαμε μπαροῦτι».