Στην κουπαστή σου
←Μα ουδέ τασημοκούδουνα | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Στὴν κουπαστή σου |
Στους όχτους→ |
Στην κουπαστή σου ἀποκοιμήθηκες,
κάτω στὴν ἀμμουδιὰ τὴ βελουδένια
δεμένη ἡ βάρκα σου· μεσάνυχτα,
φεγγάρι μέρα· ὁ ὕπνος δίχως ἔννοια.
Πάρωρα… ξύπνησες, δὲν ξύπνησες,
στὴ μέση τοῦ πελάου… τά εἶδες, δὲν τά εἶδες;
μονάχη της ἡ βάρκα ἀρμένιζε
καὶ μέσα τρεῖς Νεράϊδες, τρεῖς Νεράϊδες.
Ποῦ οἱ δυό τους τὰ κουπιά σου ἐλάμνανε
κ’ ἡ βάρκα σου πετοῦσε σὰ γεράκι,
κ’ ἡ πιὸ ὄμορφη στὴν πρύμνα ἐκάθονταν
νὰ κυβερνᾷ τοῦ τιμονιοῦ τὸ δοιάκι…