Στην κα Λουΐζα δε Ρώση Τυπάλδο

Στὴν κα Λουΐζα δε Ρώση Τυπάλδο
Συγγραφέας:


Μία κυρὰ καμαρωμένη,
ἀπὸ ἐκείναις ὁποῦ τώρα
ναὔρῃς δύσκολα τυχαίνει
στοὺς Κορφούς, ἢ 'ς ἄλλη χώρα,
μὲ δύο λόγια μ' ἔχει βάλῃ
σὲ μία σύγχυση μεγάλη.

Χαιρετῶντας με, πρὶν φύγω
μίαν ἡμέρα ἀπὸ κοντά της,
μὲ εἰδοποίησε ποῦ σὲ λίγο
θὰ γιορτάσῃ τ' ὄνομά της,
ἀπὲ μὤσφιξε τὸ χέρι,
δίχως ἄλλο νὰ προφέρῃ.

Ἂς εἰποῦμε πῶς λαχαίνει
ἀπαράλλαχτη ὀμιλία
'ς ἕνα μάγειρα νὰ γένῃ·
ποιά θὲ νἄχῃ σημασία;
- Πάρ' τὰ μέτρα σου γιὰ πήταις,
γιὰ γλυκά, γιὰ τηγανίταις. -

Ἂμ 'ς ἐμένα, ποῦ γυρεύω
ὅλο ποίησαις μὲ τὸ νοῦ μου,
καὶ κρυφὰ ταίς μαγειρεύω
μὲς τὴ φλόγα τοῦ μυαλοῦ μου,
εἶν' ὡς νἄλεε φανερά:
Γράψε στίχους, Μαρκορᾶ. -

Τὸ νογάω· πλὴν κάνει χρεία
μὲ τὴν ἴδια μου ἡρωίδα
νἆναι οἱ στίχοι 'ς ἁρμονία·
καὶ ποσῶς δὲν ἔχω ἐλπίδα
τοῦτο ἐγὼ νὰ κατορθώσω,
ἂν γιὰ χρόνια δὲν ἱδρώσω.

Στέκει τάχα, ὡς λογαριάζω
ποῦ δύο πέντε κάνουν δέκα,
δίχως σκέψη νὰ ἐγκωμιάζω
τοῦ Τυπάλδου τὴ γυναῖκα,
τοῦ Τυπάλδου Πρετεντέρη,
ποῦ γιὰ στίχους κἄτι ξέρει;

Ἔλα, Μοῦσα! Πίστεψέ μου,
γιὰ τὴν ἅγια σου βοήθεια
δὲν ἀγροίκησα ποτέ μου
τόση χρεία στὸ νοῦ, στὰ στήθια·
ἔλα, λέω, πρὶν ὁ καϊμένος
μείνω ἀλήθεια ντροπιασμένος!

Νὰ την, ἔρχεται· κινάει
μὲ ὁλογλήγορο ποδάρι·
ξάγναντά μου σταματάει,
καί, προτοῦ πνοὴ νὰ πάρῃ,
μοῦ γυρεύει τὴν αἰτία
ποῦ τὴν ἔκραξα μὲ βία.

Σά, μὲ λόγους φλογισμένους,
τῆς ἀδειάζω χέρι χέρι
τοὺς πρεπούμενους ἐπαίνους
γιὰ τοῦ φίλου μου τὸ ταῖρι:
Σιώπα! -λέει – καὶ συλλογίσου
ποὖσαι γυιὸς τῆς ἐποχῆς σου.

Τώρα πλέον ἔχουν συνήθεια
οἱ μεγάλοι ποιητάδες
νὰ γυρεύουν τὴν ἀλήθεια·
δηλαδὴ ταὶς ἀσχημάδαις
καὶ τὰ αἰσχρά τῆς φύσης ὅλα·
δὲν ἐσπούδαξες τὸ Ζόλα;

Τὸ λοιπόν, γιὰ τιμωρία
ποῦ σ' ἐτύφλωσε τὸ σέβας,
κ' εἶπες δίχως ἁμαρτία
ἕνα γέννημα τῆς Εὔας,
τὸ μυαλό σου θὲ νὰ βάλω
σὲ βασάνισμα μεγάλο.

Προτοῦ σήμερα γνωρίσῃς
νέο τσ' ἀγάπης μου σημάδι,
στὴν Κυρὰ ποῦ θὲ νὰ ὑμνήσῃς
ναὔρῃς θέλω ἕνα ψεγάδι·
τρία λεπτὰ καιρὸ σοῦ δίνω,
στερνὰ φεύγω καὶ σ' ἀφίνω. -

Σὲ τί τρόπο, συλλογιῶμαι,
τέτοια ὑπόθεση θὰ φτιάκω;
Προβατῶ, καθίζω, ξυῶμαι,
παίρνω ἀδιάκοπα ταμπάκο,
γρόθους μὤρχεται νὰ δώσω...
Δύο λεπτὰ περνοῦν ὡστόσο.

Εἰς τὸ ὕστερο, σὰν εἶδα,
πανιασμένος ἀπὸ σκιάξη,
ποῦ ὴ σκληρή μου Ἑλικωνίδα
ἑτοιμάσθη νὰ πετάξῃ,
τῆς ἀδράζω τὸ φουστάνι,
καὶ ἡ παμπόνηρη μοῦ κάνει:

Μὲ κρατεῖς; Λοιπὸν ἐκείνη
ποὖχε πρῶτα ἀγγέλου θέση,
στὸ κακὸ σὰν ὅλους κλίνει; -
- Ὄχι, δά! μὸν τῆς ἀρέσει...
- Ἔλα! μίλειε θαρρετὰ -
- Τῆς ἀρέσει ἡ σκορδαλιά. -

Τότε ἡ Μοῦσα ἀπολογιέται,
δίχως γέλιο κ' εἰρωνεία:
Ἀπὸ Ἕλληναις γεννιέται
ἡ φιλόσκορδη Κυρία·
τὸ φαΐ ποῦ προτιμάει
χίλιους χρόνους νὰ τὸ φάῃ! -

Ὅσα μοὖπε ἡ θεία κοκκώνα
στὸ τραγοῦδι μου τὰ σμίγω·
καί, ἂν μοῦ πρέπεται κορώνα,
θέλω ἐγώ, γιὰ νὰ ξεφύγω
κάθε ζήλεια καὶ φαοῦρα,
θέλω μία σκορδοκουλοῦρα.