Στην Ελίζα Δουσμάνη
Στὴν Ἐλίζα Δουσμάνη Συγγραφέας: |
Εἶμαι γέροντας, καϊμένη!
Τί νὰ γράψω; τί νὰ πῶ;
Ἕνας στίχος δὲ μοῦ βγαίνει
ἀπὸ τ' ἄκαρπο μυαλό.
Θέρμη αἰσθάνομαι καὶ κρύο
σὰν τὰ χρόνια μου μετρῶ·
εἶν' ὠϊμέ, πεντηνταδύο
ὁποῦ πήανε στὸ καλό.
Θὰ μοῦ πῇς: καὶ τί πειράζει!
Μήπως ἕνας ποιητὴς
ἀπαράλλαχτα γεράζει
σὰν τά δίποδα τῆς γῆς;
Μὴ τὸ πνεῦμα του δὲν ἔχει
νιότη ἀθάνατη, ὡς Θεός,
καὶ φτερούγαις, γιὰ νὰ τρέχῃ
στὰ βασίλεια τοῦ φωτός;
Λόγια ὡραῖα, μὰ τὴν ἀλήθεια!
Φαντασμέναις κεφαλαὶς
πλάθουν τέτοια παραμύθια,
καὶ σύ ἀθώα τὰ ξαναλές.
Εἶναι ἡ Μοῦσα θεία παρθένα,
ἀλλὰ φέρνεται ὡς θνητή·
ἀπὸ μοῦτρα ζαρωμένα
φεύγει ξέμακρα καὶ αὐτή.
Ἄν τοὺς φίλους της ἀφίνῃ,
ἄν ἀλλάζῃ κατοικιά,
γιατὶ πάντα θὲ νὰ μείνῃ
στὸ γραφεῖο τοῦ Μαρκορᾶ;
Πίστεψέ μου, ἐπῆγε πέρα·
μ' ἀπαρνήθηκε, ἡ σκληρή,
λησμονῶντας ποῦ μία μέρα
τὴν ἀγάπησα πολύ.
Στάσου! στάσου! - ἡ μαύρη τύχη
κἄπως ἄλλαξε γιὰ μέ·
τρέχουν ξάφνου τώρα οἱ στίχοι,
ὡς δὲν ἔτρεξαν ποτέ·
ἔ! μαντεύω τὴν αἰτία·
τώρα Μοῦσα μου εἶσαι σύ·
μὲ μία τέτοια προστασία
νἆχε ἡ Κέρκυρα χαρτί!
Τόσα ὁ νοῦς μου θὰ γεννάῃ
ἔργα νέα καὶ θαυμαστά,
ποῦ τὰ νύχια της θὰ φάῃ
ἡ περήφανη Θεά.
Τὸ προλέω· μὲ τόση μούρη,
στὸ βουνό της καθιστή,
θὰ ζηλεύῃ τὸ Γαστοῦρι,
ὅπου βρίσκεσαι, ἀκριβή.
Ἂν ὁ Πήγασος μ' ἀφήκῃ,
μὴ θὰ μείνω ἐγὼ πεζός;
Μὲ χωριάτικο φορτίκι
νἄβγω πέρα εἶμαι καλός.
Ναί, θὰ πάω νὰ τὸ ποτίσω
σταὶς ἀθάναταις πηγαίς,
ὅθε λέω νὰ γύρῃ ὀπίσω
μὲ λουλούδια, μὲ τιμαίς.
Καὶ ἂν στὸ κρύο τῆς Ἀγανίππης
τὸ καϊμένο κρατηθῇ,
μοῦ τὸ κάνει ὁ γερο-Τσίπης
νὰ πετάξῃ ὡσὰν πουλί.