Στην Εκκλησία (Κατά την εβδομάδα των Παθών)

Στην Εκκλησία
(Κατά την εβδομάδα των Παθών)
Συγγραφέας:
Απρίλιος 1880.


Κορίτσι, εἴκοσι χρονῶν στὸ πλάϊ τῆς μαμμᾶς του,
στὴν ἐκκλησία στέκεται μὲ χέρια σταυρωτά,
μὰ δὲν τ' ἀφίνουν ἥσυχο οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς του,
καὶ στὸ ἀντρίκιο κάποτε κρυφαῖς ματιαῖς πετᾷ.
Τὸ βλέπει ἡ μητέρα του, γυναῖκα ἁγιασμένη,
καὶ – κύττα, ἀθεόφοβη, τῆς λέει, ἐμπροστά σου,
γιατὶ ἀλλοιῶς τὸ τσόκαρο τοῦ μαγειριοῦ, καϋμένη,
θὰ σπάσω στὰ πλευρά σου.

- Μητέρα, μὲ παράπονο τῆς λέει, τί σοῦ φταίω;...
γιὰ κύττα ἕνα μορφονειὸ στ' ἀριστερὸ καντῆλι·
μὲ βλέπει, μοῦ χαμογελᾷ καὶ γνέφει μὲ μαντῆλι·
γιατί μὲ βρίζεις ἄδικα καὶ μοὔρχεται νὰ κλαίω;
- Βρὲ σκάσε, ἀθεόφοβη, καὶ ἔλα στὰ μυαλά σου,
γιὰ σταύρωσε τὰ χέρια σου ν' ἀκούσῃς τὸ τροπάρι
γιατὶ ἀλλοιῶς μὲ τὸ ραβδὶ ποὺ ἔχω στὸ κελλάρι
θὰ σπάσω τὰ πλευρά σου.

Μὲ θυμιατὸ ὁλόχρυσο ὁ διᾶκος θυμιατίζει,
κι' ἀπ' τὸ κορίτσι τ' ἄδολο διαβαίνει ντροπαλά·
ἐκεῖνο μὲ χαμόγελο τὸν διᾶκο ἀντικρύζει,
ἀλλὰ κι' ὁ διάκος τὸ θωρεῖ καὶ τοῦ χαμογελᾷ.
- Βρὲ κόψε, ἀθεόφοβη, τ' ἀδιάντροπα σου γέλοια·
καὶ μὲ τὸ διᾶκο τἄβαλες ἀκόμη;... μπᾶ! στοχάσου!
ἀπόψε νά, μὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ δώδεκα βαγγέλια,
θὰ σπάσω τὰ πλευρά σου.

- Εἶναι ὁ διᾶκος ὤμορφος, ἔχει πολὺν ἀέρα...
γιὰ ρίξε μόνον μιὰ ματιὰ καὶ παρεκεῖ κομμάτι·
ἡ κάθε μιὰ τὸ διᾶκο μας τὸν τρώει μὲ τὸ μάτι,
καὶ σὺ τὸν καλοκύτταξες, θαρρῶ, καλὴ μητέρα.
- Τὴν τόση σου κακογλωσσιά, καταραμένη, κόψε,
μ' ἀνέβασες τὸ αἷμα μου μὲ τὴν ξετσιπωσιά σου,
καὶ μὰ τὸν διᾶκο... φτοῦ! φτοῦ! φτοῦ! μ' ἐκόλασες ἀπόψε,
θὰ σπάσω τὰ πλευρά σου.