Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΛΓ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΛΓ'. «Πάλι με χρόνους με καιρούς...»


Ένα καλοκαιρινό βραδάκι, στο μούχρωμα, μια σειρά από άντρες, σε απόσταση τρία μέτρα ο καθένας, κατέβαιναν κατά την ακρογιαλιά, στην κάτω Λίμνη. Ήταν λίγοι, κουρασμένοι, άρρωστοι, ισχνοί, και πήγαιναν αργά μες στις λάσπες, αποφεύγοντας τις αραιές στάνες και κισλάδες. Εμπρός οδηγούσε ένα νέο αγόρι, και πίσω, τελευταίος, πήγαινε ένας κουτσός, που ακουμπούσε πότε στο μπράτσο κάποιου ασπρομάλλη, που δεν τον άφηνε από κοντά, και πότε μιας κοπέλας με κοντή φούστα και χοντρά ψηλοκούμπωτα στιβάλια. Πήγαιναν σιωπηλά, προσέχοντας πού πατούσαν, και, όσο πύκνωνε το σκοτάδι, τάχυναν το βήμα τους κατά το γιαλό. Μα ήταν κοπιαστική πορεία για άντρες κουρασμένους, και κάθε λίγο αναγκάζουνταν να σταματήσουν και να καθίσουν στις κάπες τους, που έριχναν στα αγκαθωτά παλιούρια, για να μη λασπώνονται στο βρεμένο χώμα. Και αντάλλαζαν μερικά βαρεμένα λόγια, και πάλι ξανάπαιρναν το δρόμο τους. Οι περισσότεροι έφευγαν από το Βάλτο, αφανισμένοι από τους πυρετούς, κι ένα δυο ήταν και πληγωμένοι. Έφευγαν για τον τόπο τους, για τα σπίτια τους, για την ελεύθερη Ελλάδα. Και όμως χαρά δεν έδειχνε κανένας.

Εμπρός οδηγούσε πάλι ο Αποστόλης, και πίσω έκλειε τη γραμμή ο Μήτσος με τον Βασίλη και την κυρία Ηλέκτρα. Είχαν έλθει στη Λίμνη όλοι αυτοί οι άντρες με θερμό ενθουσιασμό. Είχαν χύσει το αίμα τους, είχαν ταλαιπωρηθεί, και κοπιάσει, και πολεμήσει, και είχαν περάσει από κακοδαιμονίες και κρύο και αρρώστια και στερήσεις, χωρίς γογγυσμό και παράπονο. Μα είχε ξεφτίσει το πράμα. Και επέστρεφαν στα σπίτια τους με κάποια απογοήτευση, μαζί κι ένα παράπονο, πως είχε αποτελματωθεί ο Αγώνας, πως δράση στο Βάλτο δεν είχε πια, πως οι ηρωικές σελίδες, με τις μάχες και τις νίκες, είχαν κλείσει, πως το έργο τους δεν το είχαν αποτελειώσει. Οι μεγάλοι καπεταναίοι του Βάλτου είχαν πέσει ή φύγει, οι διαταγές από το Κέντρο ήταν να περιοριστεί σε άμυνα η δράση της Λίμνης, να κρατήσουν τα σώματα τις καλύβες, μα να μη ζητούν νέες κατακτήσεις. Οι Βούλγαροι, από το μέρος τους, δεν κουνούσαν από τη δυτική Λίμνη, όπου είχαν τις απόρθητες καλύβες τους. Ώστε η ζωή στο Βάλτο είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον και όλη της την αίγλη.

- Με τον Άγρα πέθανε και ο Αγώνας, είπε ο καπετάν Τυλιγάδης, που με όλη την αυγουστιάτικη ζέστη είχε φορέσει την κάπα του κι έτρεμε από τον πυρετό.

Ένα δυο άντρες διαμαρτυρήθηκαν χαλαρά, για να γίνεται κουβέντα, μα κανένας δεν υποστήριξε την αντίρρηση του. Και πήραν πάλι το δρόμο τους στην πηχτή λασπουριά. Πιο βουβός και πιο βαρύς ήταν ο Βασίλης. Αφού έθαψε τον Περικλή, έφυγε με τον Αποστόλη για το Σταυρό, και πήγε ίσια στο σπίτι του παπα - Παχώμιου. Μα βρήκε μόνο τον παπά. Οι μουσαφίρηδές του είχαν φύγει, την παραμονή κιόλα, για τη Θεσσαλονίκη. Τους είχε πάρει, λέει, ο Αντωνάκης ο γιατρός. Ώστε με τα νουφούζια που τους είχε προμηθέψει ο Χαλίλμπεης άλλοτε, μπήκαν κι εκείνοι στο τραίνο και τράβηξαν για τη Θεσσαλονίκη.

Ίσια στο σπίτι της γιαγιάς πήγαν. Το βρήκαν ήρεμο και γελαστό, με τον πληγωμένο Μήτσο στο κρεβάτι, και την κυρία Ηλέκτρα και τη γιαγιά πλάγι του. Γιατί είχε βγάλει ο γιατρός τη σφαίρα, και το πόδι, αν και σπασμένο, θα γιατρεύουνταν, λέει. Και είχε ανταλλάξει εκείνο το πρωί η γιαγιά τις βέρες του αρραβώνος μεταξύ του Μήτσου, που δεν μπορούσε πια να φανταστεί ζωή χωρίς την κυρία Ηλέκτρα, και της δασκάλισσας του Ζορμπά, που είχε στείλει την παραίτητή της για να είναι πιο ελεύθερη να νοσηλεύσει τον πληγωμένο αντάρτη του Βάλτου. Κι έπεσε η είδηση του θανάτου του Περικλή σαν κεραυνός στο γελαστό χαρούμενο σπίτι...

Είχε γιάνει ο Μήτσος, μα έμεινε κουτσός. Θα περνούσε και αυτό, είπε ο γιατρός, μα η ζωή του Βάλτου είχε τελειώσει, του χρειάζουνταν ησυχία, δεν του έμενε παρά να γυρίσει στην ελεύθερη Ελλάδα, ή στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια, και με τον καιρό θα ξανάρχουνταν το πόδι του στη θέση του. Και σήκωσε το σπίτι η γιαγιά, και μπαρκαρίστηκε στη Θεσσαλονίκη, κι έφυγαν πάλι αντάρτες, κρυφά, για την Κουλακιά, κι από κει για τα Γιουβάρια, στην ακρογιαλιά, όπου θα τους περίμενε καΐκι που θα τους πήγαινε μυστικά στο Τσάγεζι, αφού διαβατήριο αυτοί, που μπήκαν κρυφά στην Τουρκία, δεν μπορούσαν να πάρουν για να βγουν ελεύθερα, σαν τη γιαγιά, από τη Θεσσαλονίκη.

Πιο αμίλητος παρά ποτέ πήγαινε ο Βασίλης, υποστηρίζοντας τον Μήτσο, και άλλο τόσο σιωπηλός προπορεύουνταν ο Αποστόλης. Του είχε πει η γιαγιά πως θα τον έπαιρνε μαζί της, τον Αποστόλη, πως θα τον έβαζε στο γυμνάσιο και από κει στο πανεπιστήμιο, να κάνει καλές σπουδές, να γίνει μεγάλος άντρας. Και χαίρουνταν ο Αποστόλης, πως θα μάθαινε γράμματα, πως θα είχε βιβλία, πως τόσα προβλήματα που τον παίδευαν θα τα εξηγούσε και αυτός, όπως του τα εξηγούσε άλλοτε, στις μακρινές τους κουβέντες, ο Περικλής. Μα πονούσε η ψυχή του με τη σκέψη πως θ' άφηνε τόσους τάφους στη σκλάβα γη, ιδιαιτέρως τον τάφο του Περικλή, το σεμνό, φτωχικό τάφο, σημαδεμένο με λιγοστές πέτρες κι ένα ξύλινο σταυρό, εκεί στην ακρολιμνιά, πλάγι από τις λάσπες του Βάλτου όπου είχε πέσει «Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Τόσο τον τυραννούσε η σκέψη αυτή, που σαν έφθασε στη θάλασσα, με τους κουρασμένους συντρόφους του, και βρήκαν τους ψαράδες, που χαρούμενα τους έσφιγγαν τα χέρια, δεν είχε καρδιά αυτός ν' ανταλλάξει χαρούμενους χαιρετισμούς, και παράμερα κοίταζε και άκουε, χωρίς να βάζει το λόγο του στη γελαστή κουβέντα, και χωρίς να πλησιάσει.

Ένας ένας μπήκαν οι άντρες στις βάρκες, βοήθησαν την κυρία Ηλέκτρα και τον κουτσό και κατάκοπο Μήτσο, και τελευταίος μπήκε ο Βασίλης. Κι έξαφνα είδε ο Μήτσος τον Αποστόλη, που μόνος κι έρημος έστεκε στην αμμουδιά.

- Αποστόλη, του φώναξε ψιθυριστά, μην ακουστεί παραπέρα η φωνή του στο σιωπηλό κάμπο. Αποστόλη, έμπα, φεύγομε!...

Με αργά βήματα πλησίασε ο Αποστόλης.

- Δε θα 'θρω... αποκρίθηκε. Πηγαίνετε σεις... Καλό κατευόδιο!

- Δε θα 'ρθεις; Τι ανοησίες! Το καΐκι περιμένει. Έλα γρήγορα!

- Δε θα 'ρθω, επανέλαβε ο Αποστόλης. Είμαι Μακεδόνας, και η Μακεδονία δεν ελευθερώθηκε. Είμαι μυημένος, και ορκίστηκα. Και ο όρκος λέγει να εργαστούμε με όλη μας την ψυχή, με όλες μας τις δυνάμεις, για την ελευθέρωση της Μακεδονίας. Η Μακεδονία δεν είναι ελεύθερη... Μόνο τάφους πολλούς ανοίξαμε. Κι έρχεται απόψε άλλο καΐκι, με καινούριους αντάρτες. Θα τους περιμένω εδώ. Θα τους οδηγήσω εγώ στο Βάλτο, θα μείνω μαζί τους στον Αγώνα.

- Έμπα τώρα στη βάρκα! Τα λέμε στο δρόμο, ώσπου να πάμε στο καΐκι μας.

- Δεν αλλάζω γνώμη. Πηγαίνετε σεις, καλό κατευόδιο και καλή ελευθέρια! Εγώ θα μείνω...

Όλα τα λόγια ήταν περιττά και όλες οι πιέσεις. Είχε αποφασίσει ο Αποστόλης, και δεν τον γύριζε κανένας. Τυλίγοντας πιο σφιχτά την κάπα του γύρω του, μουρμούρισε ο Τυλιγάδης:

- Δεν πέθανε η ψυχή του Άγρα...

Και ξεκίνησαν οι βάρκες, με τους άρρωστους πολεμιστές και τους ρωμαλέους ψαράδες στα κουπιά. Και απομακρύνουνταν γοργά. Και από μέσα από τα δάκρυα που πλημμύριζαν τα μάτια της, κοίταζε, κοίταζε η κυρία Ηλέκτρα το αλύγιστο αγόρι, μια θαμπή σιλουέτα, με τα χέρια δεμένα και το κεφάλι κυρτό, και του έριξε ένα τελευταίο χαίρε, έναν αποχαιρετισμό που έπαιρνε μέσα και τον πιστό οδηγό και τη γη της Μακεδονίας, που τόσο την είχε αγαπήσει.

Σε δέκα λεπτά είχαν βρει το καΐκι, είχαν μπαρκαριστεί, και με θερμά σφιξίματα χεριών είχαν χωριστεί από τους Κουλακιώτες ψαράδες. Ήταν πια νύχτα βαθιά. Καθισμένος στην πλώρη, κρατώντας το χέρι της, ψιθύριζε ο Μήτσος λόγια αγάπης στην κυρία Ηλέκτρα, που έκλαιγε σιωπηλά, και του απαντούσε κάθε λίγο μ' ένα σφίξιμο του χεριού. Της έλεγε το θαυμασμό του για την ακούραστη, την παλικαρίσια της δράση, στο σχολείο της, όσο και στον Αγώνα της Λίμνης, και τις ώρες που την είχε δει στο έργο της, την είχε καμαρώσει, την είχε αγαπήσει. Κι εκείνη έκλαιγε σιωπηλά από συγκίνηση και χαρά, μα συνάμα από λύπη για το σχίσιμο του αποχαιρετισμού της από τη δυνατή, την έντονη ζωή του Αγώνα, και ιδιαιτέρως του χωρισμού της από τον Αποστόλη.

- Το αγάπησα αυτό το παιδί - δεν ξέρεις πόσο, Μήτσο! του είπε ανάμεσα στα δάκρυα της. Ήταν τόσο αγνός και τόσο γνήσιος... Ήταν διαμάντι ο Αποστόλης!...

Μισοπλαγιασμένος στην πρύμη, μόνος, κοίταζε ο Βασίλης το σκοτάδι κατά τη γη της Μακεδονίας. Τίποτα δε φαίνουνταν πια. Φως κανένα δε γυάλιζε στον έρημο κάμπο που είχαν αφήσει, και το καράβι ήταν ολοσκότεινο, μην το δει κανένα τούρκικο πλοίο και το σταματήσει. Και αναπολούσε ο Βασίλης τις μέρες και τις εβδομάδες και τους μήνες που είχε ζήσει στη σκλάβα Μακεδονία. «Γιατί είχε πάγει; Και τι είχε κάνει;... Το παιδί του το είχε βρει και δεν το είχε αναγνωρίσει. Τη Μακεδονία την άφηνε σκλάβα, όπως την είχε βρει. Τον τάφο της γυναίκας του δεν τον είχε ανακαλύψει. Φυτά, χαμόδεντρα και βάτοι σκέπαζαν το μέρος όπου άλλοτε την είχαν θάψει. Και καινούριοι τάφοι είχαν ανοίξει... Πόσοι ήρωες! Πόσοι μάρτυρες!... Και πόσοι ακόμα θα πέσουν!...

Ο Νικηφόρος είχε φύγει, με την υγεία του κατεστραμμένη. Ο Γρέγος είχε αυτοκτονήσει. Σκότωσαν τον Γιωβάν, τον τρυφερό του Θοδωράκη, που είχε ζήσει πλάγι του χωρίς να τον αναγνωρίσει. Σκότωσαν τον Άγρα, τον αγνότερο, τον ωραιότερο ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα. Και από τους άντρες του, πόσοι έπεσαν!... Πόσοι άγνωστοι ήρωες και μάρτυρες, άντρες, γυναίκες, παιδιά!... Και σκότωσαν τον Περικλή!... Και το αποτέλεσμα;... Άξιζε άραγε τόσο αίμα το ισχνό αποτέλεσμα που άφηνε πίσω του;... Και γιατί έφευγε αυτός;... Ο Αποστόλης έμεινε πίσω. Γιατί δεν έμεινε και αυτός, ν' αποτελειώσει τον Αγώνα; Μήπως κι έχασε το ηθικό του; Μήπως κι έχασε την πίστη του; Είχε έλθει γεμάτος φωτιά και αναστάτωση, και θέληση για νίκη. Κι έφυγε... Γιατί έφυγε;

Ο Αποστόλης είχε μείνει. Μα ο Αποστόλης ήταν νέος, είχε όλη τη ζωή μπροστά του, όλες του τις ελπίδες και όλη την πίστη πως θα ελευθέρωνε τη Μακεδονία... Αυτός, ήταν νικημένος... Ο Αποστόλης ήταν, λέει, μυημένος. Και αυτός ήταν μυημένος. Μα ο Αποστόλης είχε μπροστά του όλο το μέλλον για δράση και νίκη. Ήταν ακόμα παιδί ο Αποστόλης, γεμάτος ζωή και λαχτάρα. Αυτός τι είχε πια; Ούτε μητέρα, ούτε γυναίκα, ούτε παιδί, ούτε τζάκι. Όλα του τα είχαν σκοτώσει, όλα του τα είχαν κάψει, και, χειρότερα απ' όλα: του είχαν πάρει την ελπίδα!... Τι να στήσει πια όρθιο, που όλα ήταν γκρεμισμένα;... Και τώρα θα πήγαινε πίσω στον αφέντη του χωρίς τον Περικλή; Θα ξανάμπαινε πάλι περιβολάρης; Και με τι κουράγιο; Είχε φύγει μια φορά από τη Μακεδονία, και ξανάφευγε και τώρα. Μα τότε είχε την ελπίδα πως ζούσε το παιδί του. Και ζούσε και αυτός για μιαν εκδίκηση. Τώρα την κόρεσε την εκδίκηση του. Και το παιδί του το έθαψε. Πού να βρει πια κουράγιο για δουλειά; Και τι δουλειά, που η ψυχή του είχε μείνει στη σκλάβα γη; Η ζωή τον είχε τσακίσει. Η ζωή τον είχε νικήσει...».

Πολλήν ώρα έμεινε με τα χέρια δεμένα, τα μάτια χαμένα στο σκοτάδι, και μπροστά του φουρφούριζε η θάλασσα, ταραγμένη από το πέρασμα του καραβιού. «Ο τάφος του παιδιού του ήταν λίγο φουσκωμένο χώμα. Το ίδιο και του Περικλή. Ένας τάφος τέτοιος, σαν τη θάλασσα, όπου ο άνεμος φουσκώνει βουνό το κύμα, θα τους ταίριαζε καλύτερα... Και αυτουνού θα του ταίριαζε τέτοιος τάφος. Μια τρικυμία ήταν όλη του η ζωή. Μια τρικυμία ας ήταν και ο τάφος του...

Έσκυψε και κοίταξε το ταραγμένο κύμα που σήκωνε το σχίσιμο του καραβιού, και όπου αντιφέγγιζε κάπου κάπου κανένα αστέρι. Κάποιος πίσω του, στο κατάστρωμα, σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι νοσταλγικό του χωριού του. Ήταν ένα από τα πληγωμένα παιδιά, που γύριζε στην ελεύθερη πατρίδα του - φτωχό παιδί, που γύριζε στην πείνα και στη φτώχια, και όμως τραγουδούσε! Τραγουδούσε την ελευθέρια και την ελπίδα της ζωής!... Αυτός, είχε τα χρήματα του Γρέγου απάνω του... Τόσα χρήματα! Μα τι να τα κάνει, που είχε χάσει την ελπίδα στη σκλάβα του πατρίδα;... Και τι να την κάνει τη ζωή χωρίς ελπίδα;... Τόσες θυσίες! Τόσοι μάρτυρες!... Το ήξερε, πως καμιά θυσία δεν πάει χαμένη· πως οι μάρτυρες γεννούν φανατισμό· πως το χυμένο αίμα στερέωσε την Ελληνική συνείδηση στην Τουρκοκρατημένη Ελλάδα. Είχε πει κάποτε ο καπετάν Άγρας πως η ντροπή του '97 γέννησε το Μακεδονικό Αγώνα, πως ο Μακεδονικός Αγώνας θα ξυπνήσει το Γένος! Και, ποιος ξέρει;... Από μέσα από τα σπλάχνα του ξυπνημένου Γένους, γρήγορα θα σηκωθεί ίσως ο Λυτρωτής, που θα ελευθερώσει τη Μακεδονία, που θα ελευθερώσει όλο το Δούλο Ελληνισμό, θα ενώσει, ελεύθερη πια, τη Φυλή... Το ήξερε πως από το αίμα που χύθηκε, κάθε στάλα θα βγάλει και από έναν εκδικητή, από έναν Άγρα, έτοιμο να μαρτυρήσει για την απελευθέρωση της Φυλής.

...Ο Αποστόλης έμεινε. Εγώ έφυγα. Γιατί;... Μα ο Αποστόλης ήταν νέος. Νέο και το παιδί που τραγουδούσε πίσω του το ντέρτι του για το χωριό του. Να του 'δινε αυτουνού λίγη χαρά!...». Μηχανικά έψαξε τον κόρφο του κι έπιασε το παλιό πορτοφολάκι και το βουλγάρικο μαχαίρι, που είχε ακόμα απάνω του σημάδια από το αίμα του Γρέγου. Μαζί ήταν και το πέτσινο πουγκί του Γρέγου. Το πήρε αυτό, έσχισε ένα φύλλο από το σημειωματάριο, και, στα σκοτεινά, πασπατεύοντας, έγραψε τέσσερις λέξεις: «Να μοιραστούν στα παιδιά».

Έχωσε το χαρτί στο πουγγί και το ακούμπησε στα σανίδια. Τρυφερά χάιδεψε το μαχαίρι στον κόρφο του, και το παλιό πορτοφολάκι του Γρέγου με τη φωτογραφία της Χάιδως, την ξεθωριασμένη Χάιδω, τη γελαστή, κάτω από τη μακεδονίτικη κατσούλα. Και θυμήθηκε τα μάτια της, τα όμοια με τα μάτια του παιδιού του, μεγάλα, μαύρα, αμυγδαλωτά... Θυμήθηκε τη ζωή του την παλιά, την ευτυχισμένη, που δε θα τη ζήσει πια ποτέ... Με λαχτάρα έσκυψε πάλι στην κουπαστή, και κοίταξε τον ολκό, που σαν αυλάκι άφηνε πίσω του το πέρασμα του καραβιού... «Μια απόφαση, ένα δρασκέλισμα της κουπαστής, και τελείωναν τα βάσανα του!... Ο Γρέγος, πέταξε τα μυαλά του. Και αυτός, να, τελείωνε... Μα ο Γρέγος σκοτώθηκε για έναν ευγενικό σκοπό, για ν' αφήσει ελευθέρους τους συντρόφους του, για να σώσει τους συντρόφους του. Δεν το 'κανε από κούραση, ούτε από αδυναμία. Ενώ αυτός... αν το 'κανε τώρα...».

- Το καΐκι! Περνά το καΐκι με τους αντάρτες!...

Ήταν σιγανά ειπωμένα λόγια. Κάποιος στην αστροφεγγιά είχε διακρίνει, κατάπρωρα, τη μαύρη αφώτιστη καρένα και τ' άσπρα πανιά, που πλησίαζαν.

- Τα παλικάρια μας!... Τα παιδιά μας!... Παν στον Αγώνα και αυτά!...

Σαν το πολεμικό άτι, που μυρίζει μπαρούτι και ρίχνεται στη μάχη, ξύπνησε η αντάρτικη ψυχή του Βασίλη.

- Καπετάν Τάσο! φώναξε, ξεχνώντας στην έξαψη του, τον κίνδυνο να προδοθεί, αν παραφύλαγε εχθρικό πλοίο κοντά. Καπετάν Τάσο! Κάνε του σινιάλο να σταθεί! Κατέβασε τη βάρκα! Πέρασε με στο άλλο καΐκι!

- Θες να φύγεις; αναφώνησε ο Μήτσος, που σηκώθηκε καταταραγμένος.

- Γρήγορα! έβιαζε τον καραβοκύρη ο Βασίλης. Μη μας προσπεράσει!

Δυο απανωτά φωτάκια έλαμψαν, και άλλα δυο από το σκοτεινό καΐκι μπροστά τους αποκρίθηκαν. Και τα πανιά μαζεύθηκαν εδώ κι εκεί, τα καράβια βολτατζάρησαν, μανουβράρησαν, πλησίασαν το ένα τ' άλλο. Και στην ήσυχη νύχτα, πάνω από το θρόισμα που σήκωνε το αφρόκυμα σπάζοντας στις καρένες, ακούστηκε χαμηλή η φωνή του άλλου καραβοκύρη.

- Καπετάν Τάσος;... Τι τρέχει;...

- Κάποιος θέλει να μπαρκάρει!...

Ο Βασίλης είχε σιμώσει, έτοιμος να πηδήσει στη βάρκα, μόλις αγγίξει το νερό. Συγκινημένος του είπε ο Μήτσος:

- Θέλεις λοιπόν να μας αφήσεις;

Κοντοστάθηκε ο Βασίλης, ταραγμένος και αυτός. Η καρδιά του η ραγισμένη, έκανε μια στιγμή να φτερουγίσει. Τον αγαπούσαν τ' αφεντικά του... Και πάλι βάρυνε στα στήθια του, αγιάτρευτα.

- Πάγω να βρω τον Αποστόλη... είπε με την αργή βαθιά φωνή του, που δεν είχε πια πολύ ήχο. Με καλεί πίσω η πατρίδα μου...

- Στο σπίτι μας θα 'βρισκες αγάπη και ξεκούραση. Και θα ξαναγύριζες πάλι... έκανε ο Μήτσος.

Ο Βασίλης ανορθώθηκε.

- Δεν ξέρεις εσύ, κύριε Μήτσο, είπε με κάποιο ξαναξύπνημα του παλιού εαυτού του. Δεν ξέρεις... Γιατί είσαι νέος, σαν το παιδί αυτό που τραγουδούσε πρωτύτερα - γιατί έχει και αυτός όλη του τη ζωή μπροστά του, σαν που την έχεις εσύ. Εγώ... εγώ ξόφλησα. Άφησα τάφους μονάχα πίσω μου. Να... μια στιγμή είπα στο κύμα να πέσω, στο κύμα να κοιμηθώ, και να μην ξυπνήσω πια...

- Βασίλη!

- Ναι! Θα 'ταν ανάξιο... Να πεθάνεις. Μα να πεθάνεις για κάτι που αξίζει, σαν τον Γρέγο, που σκοτώθηκε για να φύγετε σεις. Πάγω πίσω στο Βάλτο, ή στον Όλυμπο, ή στο Βέρμιο, κι εκεί θα βρω θάνατο άξιο του Γρέγου, θάνατο που θα βοηθήσει να βαστάξει το φρόνημα το ελληνικό. Και πάλι, με χρόνους, με καιρούς, θα βρεθεί εκείνος που θα ελευθερώσει το Γένος...

Ο καπετάν Τυλιγάδης είχε πλησιάσει και αυτός.

- Πάλι με χρόνους, με καιρούς... επανέλαβε συγκινημένος. Θα ξαναγυρίσω κι εγώ, σα γιάνω...

- Θα ξαναγύριζα κι εγώ μαζί σου, Βασίλη! Μα να ξεκουραστείς τουλάχιστον... άρχισε ο Μήτσος.

Μα τον διέκοψε ο Βασίλης.

- Δε θέλω ξεκούραση, ούτε θέλω πια ζωή... είπε ήσυχα. Θέλω κίνδυνο, δουλειά και αγώνα. Θέλω τον τάφο του παιδιού μου να ελευθερώσω...

Η κυρία Ηλέκτρα άπλωσε το χέρι της κι έσφιξε σιγά το δικό του:

- Άφησε τον Βασίλη, Μήτσο... είπε χαμηλόφωνα. Αυτός νιώθει σωστά. Εκεί είναι η θέση του' στη σκλάβα πατρίδα του, στον Αγώνα που δε συντελέστηκε, και που χρειάζεται ακόμα θυσίες, και ήρωες, και θύματα... Εκεί που θα ήσουν σήμερα και συ, αν μπορούσες...

- Κατέβηκε η βάρκα. Γρήγορα, Ανδρεάδη!... διέκοψε χαμηλόφωνα ο καπετάνιος.

Ο Βασίλης έσκυψε γοργά και φίλησε το χέρι της κυρίας Ηλέκτρας, που κρατούσε ακόμα το δικό του...

- Εσύ, γυναίκα, νιώθεις... μουρμούρισε.

Αγκάλιασε τον Μήτσο, γύρισε, δρασκέλισε την κουπαστή και πήδησε στη βάρκα. Κι έφυγε η βάρκα, και πλεύρισε το άλλο καΐκι. Από μέσα από τα δάκρυα της, τον είδε η κυρία Ηλέκτρα, που από τα χέρια κρεμάζουνταν και υψώνουνταν στη σκιερή καρένα. Χτύπησαν απαλά μια δυο φορές τ' αντικρινά πανιά, απλώθηκαν, τεντώθηκαν, τα φούσκωσε το αέρι, και ξεκίνησε το καΐκι με τους αντάρτες, και τους προσπέρασε... Και χάθηκε στο σκοτάδι που περιτύλιγε τη σκλάβα γη.