Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΘ
←ΚΗ'. Προδοσία | Στα μυστικά του βάλτου Συγγραφέας: ΚΘ'. Γιωβάν |
Λ'. Μάρτυρες→ |
Σουρούπωνε σαν έφθασε ο Βασίλης με τον Αποστόλη και το σκύλο τους στη Νιάουσα. Σχεδόν όλο το δρόμο τον είχαν κάνει τρεχάτα, πέρασαν τη σιδηροδρομική γέφυρα του Βαρδάρη, έκοψαν από κάμπο και μονοπάτια, και με μισοσκασμένα τ' άλογα τους έφθασαν στην Καβάσιλα. Σαν έμαθε ο Χαλίλμπεης πως κινδυνεύει ο φίλος του ο καπετάν Άγρας, τους έδωσε ευθύς δυο φρέσκα άλογα, και πιλάλα ξανάφυγαν για τη Νιάουσα, με τον Μάγκα στην αγκαλιά, κι έφθασαν πριν νυχτώσει. Βρήκαν τη Νιάουσα αναστατωμένη... Ο καπετάν Άγρας είχε φύγει νύχτα, πριν ξημερώσει καλά καλά, με πέντε οδηγούς, από τους οποίους ο ένας ήταν Βούλγαρος, και πήγε κατά τη θέση Γαβράν - Καμίνι, δυτικά της Νιάουσας. Οι τρεις οδηγοί είχαν επιστρέψει, χωρίς το Βούλγαρο και χωρίς τον Τώνη Μίγγα, που αρνήθηκε, λέει, ν' αφήσει τον αρχηγό του. Μεγάλο κακό, λέει, προμηνούσαν όλα αυτά, γιατί τον είχαν πιάσει τον καπετάν Άγρα με το άγριο. Είχε υποσχεθεί, λέει, ο Ζλατάν, να τον φέρει πίσω ο ίδιος αύριο, και κακό, λέει, κανένα δε θα πάθει ο Γενικός Αρχηγός των Ελλήνων. Μα του είχαν πάρει το τουφέκι, τον είχαν γιουχάρει, τον είχαν χτυπήσει μάλιστα με τα κοντάκια, γιατί τους έβρισε, λέει.
- Και τώρα;... Πού ήταν τώρα;
Κανένας δεν ήξερε. Είχαν φύγει τρεχάτοι οι οδηγοί, μην τους σκοτώσουν και αυτούς. Και τώρα κουνιούνταν και ο στρατός, κατέβαινε στα χωριά, γιατί είχαν μηνύσει οι Βούλγαροι πως ελληνικά ανταρτικά σώματα τους πίεζαν. Και δεν μπορούσε να ξεμυτίσει κανείς! Ο Βασίλης έτριζε τα δόντια του.
- Πάμε μεις, Αποστόλη! είπε. Θα τον βρούμε, ζωντανό ή πεθαμένο!
Και μαζί ξεκίνησαν για τη θέση Γαβράν - Καμίνι, με το σκύλο που έτρεχε μπροστά. Από οδηγό δεν είχε ανάγκη ο Βασίλης. Το Βέρμιο το ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή. Εκείνος και ο Αποστόλης είχαν από ένα περίστροφο κρυμμένο, μα τουφέκι δε βαστούσαν, μήπως και ανταμώσουν Τούρκους και τους βάλουν υποψίες. Δεν αντάμωσαν κανένα. Το δάσος ήταν έρημο εκείνη την ώρα. Με την ησυχία του τόπου και τις αδιάκοπες συμπλοκές Ελλήνων και Βουλγάρων, κανένας διαβάτης δεν ξεμύτιζε νύχτα. Και τούρκικος στρατός δεν είχε τι να κάνει, βράδυ, σούρουπο, μες στο δάσος.
Νύχτωσε, και ο Βασίλης άναψε ένα φανάρι που είχε πάρει μαζί του. Έφθασαν στο Γαβράν - Καμίνι, μα δε βρήκαν κανένα. Δυο μονοπάτια χωρίζουνταν εκεί. Ποιο είχε πάρει άραγε ο Άγρας;
- Να πάμε, εσύ από το ένα κι εγώ από το άλλο; πρότεινε ο Βασίλης.
Μια φωνή του Αποστόλη τον διέκοψε. Με τρεμάμενο χέρι έδειξε του Βασίλη δυο κλαδιά από χαμόδεντρα, μπλεγμένα το ένα μες στο άλλο, στην αρχή του βορινού μονοπατιού, και λίγο παραπέρα, άλλα δυο κλαδιά μπλεγμένα με τον ίδιο τρόπο.
- Πέρασε από δω ο καπετάν Άγρας!... είπε και η φωνή του έτρεμε και αυτή!... Και μαζί του ήταν ο Γιωβάν ο παραγιός μου!...
- Πώς το ξέρεις; ρώτησε ταραγμένος ο Βασίλης.
- Εγώ του έμαθα ν' αφήνει τέτοια σημάδια στο Βάλτο, όπου περνούσε σε κρυφά μονοπάτια. Και του είχα πει, φεύγοντας από τη Νιάουσα, να μην κουνήσει από κοντά από τον Αρχηγό.
Πήρε το φανάρι του Βασίλη κι εξέτασε το έδαφος. Στο νωπό δεντροσκέπαστο χώμα του μονοπατιού είδε πατημασιές πολλές, σα να πέρασαν από κει μπουλούκι άντρες.
- Πάμε από δω, είπε ο Βασίλης, που σκυμμένος στο χώμα ακολουθούσε κι εκείνος την έρευνα του Αποστόλη.
Έφθασαν στο ξέφωτο, όπου είχε πάγει ο Άγρας, κι εκεί είδαν σημάδια πάλης. Το χώμα σε μέρη μέρη ήταν σκαμμένο από βίαιες πατημασιές, χόρτα ήταν πατημένα, κλαριά σπασμένα, και χάμω, μισοχωμένο στο χώμα, κοίτουνταν ένα περίστροφο. Το μάζεψε ο Αποστόλης.
- Είναι του Αρχηγού!... είπε πνιγμένος από συγκίνηση. Κλάμα του Μάγκα ακούστηκε, γοερό. Γύρισαν και οι δυο και τον είδαν, που είχε σταθεί στην άκρη κάποιου βράχου, και, σκύβοντας κατά τη ρεματιά κάτω, μπροστά του, άπλωνε πότε το ένα πόδι πότε το άλλο, έκανε να κατέβει, και πάλι γυρνούσε, κοίταζε τον Βασίλη και ξανάβγαζε ένα κλάμα, σα να τον καλούσε.
Ανέβηκε ο Βασίλης στο βράχο, κι έσκυψε το φανάρι του κατά τη ρεματιά. Μα δεν είδε τίποτα. Ο σκύλος όμως όλο και νεύριαζε περισσότερο, και με κλάματα και μικρογαβγίσματα τον καλούσε να κατέβει. Ήταν απότομος ο βράχος. Γύρισε ο Βασίλης το φανάρι και κατασκόπευσε τη ρεματιά.
- Κάτι μυρίζεται αυτός, είπε του Αποστόλη.
- Πάμε παρακάτω. Κάνοντας αλλόγυρους μπορούμε να κατεβούμε από κει, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, δείχνοντας τη δενδροφυτευμένη πλαγιά, πέρα από το βράχο.
Μαζί πήραν την κατηφοριά, πότε αδράχνοντας κανένα κλαρί δέντρου να στηριχθούν, πότε δρασκελώντας τις πυκνές φτέρες, και πότε κατρακυλώντας μερικά βήματα στο νωπό χώμα. Και πάλι σηκώνονταν και ξανάπαιρναν τον απότομο κατήφορο. Ο Βασίλης πήγαινε μπροστά με το φανάρι, και πίσω ακολουθούσε ο Αποστόλης, ώσπου κατέβηκαν στο ρεύμα, όπου λίγο πια νερό σιγοκυλούσε εκείνη την ιουνιάτικη νύχτα. Μπρος είχε τρέξει ο Μάγκας, και στα σκοτεινά τον άκουαν που τους καλούσε με σιγανές κλάψες. Πηγαίνοντας, έψαχνε ο Βασίλης τους βάτους και τις φτέρες. Είδε το φοξ - τεριέ, που άσπριζε παραπέρα, και γοργά πλησίασε. Το φανάρι του φώτισε ένα παιδικό σωματάκι, κουβαριασμένο, με τα χέρια απλωμένα. Ήταν πολύ χλωμό, κι αίματα ξερά σκέπαζαν το μέτωπα του και το ένα του μάγουλο. Αλλιώς, φαίνουνταν να κοιμάται. Ήταν ο Γιωβάν.
Τον έσπρωξε σιγά ο Βασίλης και του σήκωσε το κεφάλι. Μα το παιδί δεν κούνησε. Ήταν αναίσθητο. Πεσμένος στα γόνατα, τον φώναζε με τ' όνομα του ο Αποστόλης:
- Γιωβάν!... Εγώ είμαι, Γιωβάν!
Μα τα μάτια του μικρού έμεναν κλειστά.
Τον ξάπλωσε χάμω ο Βασίλης, και ξεκούμπωσε τη ζιάκα του, και ύστερα το σταυρωτό του αντερί. Άνοιξε το ποκάμισό του, μα δε βρήκε πληγή. Από το λαιμό του, δεμένο μ' ένα σπάγγο, κρέμουνταν ένα άσπρο σακουλάκι, με κάτι μαλακό μέσα. Το άνοιξε ο Βασίλης. Έξαφνα, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Ακούμπησε χάμω το φανάρι, πήρε από το σακουλάκι ένα πολυτριμμένο, παλιωμένο πορτοφολάκι, απότομα το άνοιξε, έχωσε τα δάχτυλα του στη μια τσέπη, κι έβγαλε μια κιτρινισμένη φωτογραφία... Ήταν μια γυναίκα νέα, γελαστή, με το ένα χέρι στο γόφο, και στο κεφάλι φορούσε την κατσούλα του Γιδά. Ακίνητος την κοίταζε ο Βασίλης, σαν απολιθωμένος. Ο Αποστόλης γύρευε με το παγούρι του να χύσει λίγο νερό στο στόμα του Γιωβάν, μα δεν τα κατάφερνε. Σήκωσε το κεφάλι να ζητήσει βοήθεια, και είδε τον Βασίλη, που ανακούρκουδα, ακίνητος σαν πετρωμένος, κοίταζε τη φωτογραφία στο φως του φαναριού. Η χλωμάδα του τον τρόμαξε.
- Βασίλη! αναφώνησε. Κυρ Βασίλη! Τι έπαθες;...
Σα να ξύπνησε ο Βασίλης, σήκωσε τα μάτια του, είδε τον Αποστόλη πλάγι του, το αναίσθητο παιδί χάμω, και, αρπάζοντας το φανάρι, πλησίασε τη φωτογραφία στο αχνό πρόσωπο του παιδιού, φωτίζοντας δυνατά και τα δύο. Ξαφνικά, σήκωσε τον Γιωβάν στην αγκαλιά του, έσχισε από τους ώμους του ζιάκα και αντερί, και κατέβασε το ποκάμισό του. Το φως του φαναριού φώτισε τη ράχη του παιδιού, όπου, ανάμεσα στις δυο ωμοπλάτες, μαύριζε μια πλατιά μαύρη ελιά.
Ο Μάγκας είχε πλησιάσει, και φιλικά ρουθούνιζε, μυρίζοντας τη γυμνή ράχη και τα ρούχα. Σιγά ξανάντυσε ο Βασίλης τον Γιωβάν, και κρατώντας τον στην αγκαλιά του, με αλλαγμένη φωνή, είπε του Αποστόλη:
- Κονιάκ!... Έχει μες στο σάκο μου. Άνοιξε τον!...
Κι ενώ έχυνε λίγο οινόπνευμα ανάμεσα στα χείλη του παιδιού, πρόσταξε:
- Βρέξε το μαντίλι μου!... Πλύνε το πρόσωπο του! Δώσ' μου ξύδι - έχει στο σάκο μου.
Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το πρόσωπο του παιδιού, όσο τα μεγάλα του χέρια, με γυναικεία τρυφερότητα, έτριβαν με ξύδι τα πόδια του Γιωβάν. Κάθε λίγο έσκυβε το αυτί του ν' ακούει την καρδιά του παιδιού, και πάλι ξανάρχιζε τις εντριβές, και του έδινε από λίγες στάλες κονιάκ.
- Είναι χτυπημένος στο κεφάλι, είπε ο Αποστόλης, που έπλενε τα αίματα.
- Με σφαίρα; ρώτησε μες στα δόντια του ο Βασίλης.
- Όχι· σαν από πέσιμο... Είναι ανοιγμένο το κεφάλι του σε δυο μεριές.
- Πλύνε τις πληγές με ξύδι, παράγγειλε ο Βασίλης.
Το ξύδι έτσουξε. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ο μικρός, και βόγγησε σιγά. Έσκυψε πάλι κοντά του ο Αποστόλης και τον φώναξε:
- Γιωβάν!... Μίλησε μου, Γιωβάν!... Είμαι εγώ, ο Αποστόλης!...
Μισοάνοιξε τα μάτια του ο μικρός, και το άσταθο βλέμμα του έπεσε στο φωτισμένο από το φανάρι πρόσωπο του αντάρτη, σκυμμένο απάνω του.
- Κυρ Βασίλη... μουρμούρισε.
- Όχι!... Πατέρα... αποκρίθηκε αργοπροφέροντας ο Βασίλης.
- Τι; αναφώνησε ο Αποστόλης.
Ο Γιωβάν δε φαίνουνταν ν' άκουσε. Τα βλέφαρα του ξανάκλεισαν με κούραση. Ο Βασίλης έσκυψε πιο κοντά.
- Θοδωράκη μου!... μουρμούρισε.
Η φωνή του έτρεμε, δονούνταν φορτωμένη συγκίνηση και δάκρυα. Η λέξη αυτή συνέφερε το παιδί, όσο ούτε οι εντριβές ούτε το οινόπνευμα ούτε ο πόνος. Ξανάνοιξε τα μάτια και τα στύλωσε φοβισμένα στον Βασίλη.
- Θοδωράκη μου... δε με γνωρίζεις; ρώτησε ο Βασίλης.
Το φοβισμένο βλέμμα του μικρού, από τα μάτια και τα φρύδια του Βασίλη, πλανήθηκε στ' άσπρα του μαλλιά. Τον στήριξε στο γόνατο του με τα δυο του χέρια.
- Με ξέρεις με μαύρα μαλλιά... Θυμήσου... είπε.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια του παιδιού. Το χέρι του έκανε ν' αγγίξει το σκυμμένο πάνω του πρόσωπο, μα έπεσε χαλαρό, αδύναμο, στο δυνατό χέρι του Βασίλη.
- Ναι... μουρμούρισε, πατέρα... Θυμούμαι...
Ο Βασίλης τον ξάπλωσε χάμω και σηκώθηκε στα πόδια του. Με το βλέμμα ερεύνησε ολόγυρα, γύρευε έξοδο.
- Πού κατεβαίνει η ρεματιά άραγε; ρώτησε νευρικά, με ασυνήθιστη αφηρημάδα.
Ο μικρός έβγαλε έναν αναστεναγμό.
- Πάει πίσω... μουρμούρισε.
Ο Βασίλης συνήλθε. Θυμήθηκε. Γονάτισε πάλι κοντά του.
- Βέβαια πάει πίσω! είπε. Πάει στο Γαβράν - Καμίνι - όχι; Πέρασες από κει;
- Ξέρω! Την είδα. Πάει εκεί που ήταν δεμένα τα κλαριά... αναφώνησε ο Αποστόλης.
Ο Γιωβάν έκανε ν' ανασηκωθεί. Μα δεν μπόρεσε.
- Ο Αρχηγός! είπε πνιχτά. Τον έπιασαν, Αποστόλη! Τον σήκωσε ο Βασίλης, τον στήριξε στο στήθος του.
- Μπορείς να μιλήσεις; ρώτησε. Ποιος τον έπιασε τον Άγρα; Με τρεμάμενα χείλια είπε ο μικρός:
- Ήταν πολλοί... Ήταν ο Ζλατάν... Τον χτύπησαν... Τον έπιασαν!...
- Πού τον πήγαν; ρώτησε ο Βασίλης. Ο μικρός δεν αποκρίθηκε.
- Γιωβάν! Μίλησε! Πού τον πήγαν;... επέμεινε ο Αποστόλης. Μα ο Γιωβάν είχε λιγοθυμήσει πάλι. Ο Βασίλης τον πήρε στην αγκαλιά του και σηκώθηκε.
- Πάρε το φανάρι εσύ, και περπατά εμπρός, πρόσταξε τον Αποστόλη. Πάμε πίσω.
- Πού;
- Στης κουμπάρας μου... της μπάμπως... Στης κερά - Κατερίνας της Χατζησάββα.
- Πού είναι;
- Εγώ ξέρω. Τράβα μπροστά και φέγγε μου.
Ο Αποστόλης κοντοστάθηκε.
- Ο καπετάν Άγρας; μουρμούρισε διστακτικά.
- Μια δουλειά τη φορά!... είπε μες στα δόντια του ο Βασίλης. Πρώτα να συνεφέρομε το παιδί... να μας πει τι ξέρει...
Εμπρός, σαν οδηγός, έτρεχε ο Μάγκας. Ο Αποστόλης πήγαινε πλάγι στο Βασίλη, φώτιζε το άνισο έδαφος της ρεματιάς. Ήταν αναστατωμένος, ταραγμένος, χίλιες μύριες σκέψεις πάλευαν, γροθοκοπιούνταν μέσα του. Πρώτα ο Γιωβάν, ή πρώτα ο καπετάν Άγρας; Να σώσουν το μισοπεθαμένο παιδί, ή να βρουν τον αιχμαλωτισμένο Αρχηγό; Σήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπο του Βασίλη. Ήταν σκοτεινό, με δυο βαθιά χαράκια ανάμεσα στα μαύρα φρύδια του. Και όμως, με όλη τη σκοτούρα που μαρτυρούσε η όψη του, τι αγάπη, τι στοργή που φώτιζε τα σκεπτικά, πάντα θλιμμένα καστανά του μάτια!
- Κυρ Βασίλη... πώς το κατάλαβες πως ο Γιωβάν είναι ο Θοδωράκης, το παιδί σου; ρώτησε κάπως διστακτικά ο Αποστόλης.
Ο Βασίλης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Συλλογίζουνταν. Ύστερα αποφασιστικά είπε:
- Άλλη ώρα. Είναι μακριά ιστορία...
Έφθασαν σ' ένα σχίσιμο του λόφου, απ' όπου το χειμώνα κατέβαιναν τα νερά του βουνού στη ρεματιά. Με τον Γιωβάν στην αγκαλιά, πήρε ο Βασίλης τον τραχύ ανήφορο και ανέβηκε στο δάσος. Γύρεψε και βρήκε ένα μονοπάτι, και σε λίγο έφθασαν σε μια πυκνοδεντριά, όπου μες στο πράσινο φύλλωμα άσπριζε ένα μονόπατο καλυβάκι.
- Εδώ!... είπε του Αποστόλη. Χτύπα την πόρτα!
Ήταν σκοτάδι ακόμα, μόλις άρχιζε να χλωμαίνει κάπως η ανατολή. Μες στο σπίτι, όσοι ήταν, κοιμούνταν.
- Ξαναχτυπά! πρόσταξε ο Βασίλης ανυπόμονα.
Ένας άντρας άνοιξε. Ήταν νέος, αγουροξυπνημένος, κάπως τρομαγμένος από τη νυχτερινή επίσκεψη.
- Πες της μπάμπως να έλθει! του είπε ο Βασίλης. Πες της πως τη ζητά ο Ανδρεάδης - ο Βασίλης πες!
- Κοιμάται, μπουρδούμπισε ο νέος.
Μα η μπάμπω δεν κοιμούνταν. Είχε ακούσει το χτύπο στην πόρτα, και, τυλίγοντας μια φούστα στους ώμους της, πάνω από τη μακριά ποκαμίσα της, βγήκε να δει ποιος ήταν.
- Κερα - Χατζησάββα! έκανε ο Βασίλης. Αναγνώρισε με, θυμήσου με... τον Βασίλη τον Ανδρεάδη, τον άντρα της Χάιδως! Και φίλεψέ μας!...
- Βασίλη! Εσύ! αναφώνησε η γριά, σμίγοντας τα χέρια της.
Και, στη σάστισή της, παράτησε τη φούστα, που κύλησε από τους ώμους της, αφήνοντας την μισόγυμνη.
- Βασίλη!... Με άσπρα μαλλιά!... Παναγιά μου!... Τι έπαθε το παιδί;
Έδωσε μια σπρωξιά στον εγγονό της, που έστεκε σα ζαλισμένος.
- Τρέξε φέρε τη μάνα σου, βρε χαζέ! του φώναξε. Πες της να ετοιμάσει στρωσίδι! Δε βλέπεις που είναι άρρωστο το παιδί; Το τσαμένο!... Τι το βρήκε το άμοιρο;
Μαζεύοντας τη φούστα της, την τύλιξε πάλι βιαστικά στους γέρικους ώμους της.
- Έλα μέσα, Βασίλη, έλα και σύ, παιδί, είπε του Αποστόλη. Από πού έρχεστε; Μοιάζετε κουρασμένοι...
Μια μεσόκοπη γυναίκα, ντυμένη μαύρα, μ' ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, είχε μπει σιωπηλά στην κουζίνα, όπου η μπάμπω είχε μπάσει τον Βασίλη και τον Αποστόλη, με τον αναίσθητο Γιωβάν και τον Μάγκα. Κρατούσε σταυρωμένα τα χέρια στην ποδιά της, και κοιτάζοντας τους ξένους, περίμενε να της μιλήσει πρώτη η πεθερά της, υπομονετική, αργή στις κινήσεις της, σιωπηλή, ζωντανή αντίθεση με τη γοργή, αεικίνητη μπάμπω.
- Μαριγή! της φώναξε η γριά· ετοίμασε να πλαγιάσομε το παιδί!... Άιντε, κουνήσου!... Δεν το βλέπεις που είναι ανήμπορο;
Σιωπηλά έριξε η Μαριγή δυο τρία κάρβουνα στη θρακιά που κοκκίνιζε στο τζάκι, γέμισε νερό μια πήλινη χύτρα, την έβαλε πάνω στα κάρβουνα, και βγήκε έξω. Η κερα - Κατερίνα ωστόσο, σκυμμένη πάνω στο παιδί, ρωτούσε τον Βασίλη, που γύρευε να το συνεφέρει πάλι.
- Είναι το παιδί της μακαρίτισσας της Χάιδως; Πώς της μοιάζει! Τι έχει;... Αχ, Χριστούλη μου! Το κεφάλι του είναι χτυπημένο;... Ποιος το χτύπησε;
Το μάτι της πήρε τον εγγονό της, που στέκουνταν στη γωνιά, σιωπηλός και αυτός, και κοίταζε.
- Τι κάθεσαι, Θανάση; του φώναξε. Η μάνα σου, το 'κοψε το κεφάλι της, έβαλε νερό στη φωτιά. Τρέξε φέρε την πήλινη λεκάνη, να το πλύνομε το παιδί!... Ποια λεκάνη; Εκείνη όπου ζυμώνει, βρε χαζέ!
Κι ενόσω βιαστικά ζώνουνταν η γριά τη φούστα της, κούμπωνε το πολκάκι της κι έδενε το χωριάτικο μαντίλι στα ψαρά μαλλιά της, σιωπηλά και γοργά, με μητρικές κινήσεις, έγδυνε η Μαριγή τον Γιωβάν, τον έπλενε στοργικά, τον τύλιγε σε μια παστρική ποκαμίσα της και τον ξάπλωνε στο παστρικό στρώμα. Έπειτα, γυρτή απάνω του, του έχυσε απάνω ανάμεσα στα χείλη λίγο κονιάκ που της έδωσε ο Βασίλης, και τον έτριψε με ξίδι, βάζοντας του κάθε τόσο και από λίγο στα ρουθούνια.
- Γιατί είναι έτσι; Ποιος τον χτύπησε; ρώτησε χαμηλόφωνα, σηκώνοντας απαλά τα μαλλιά του Γιωβάν από τις πληγές του κεφαλιού του.
Σκυθρωπός, μαραμένος, αποκρίθηκε ο Βασίλης:
- Δεν ξέρω. Τον μάζεψα στη ρεματιά...
Ο Γιωβάν έβγαλε ένα βογγητό, και αργά σήκωσε το χέρι του, έκανε να ψάξει τον κόρφο του. Μα δεν άγγιξε παρά τη σάρκα του κάτω από το ποκάμισό. Το πρόσωπο του συσπάστηκε, ανοιγοσφάλησε τα βλέφαρα του, έκανε να γυρίσει το κεφάλι και ξέσπασε σε θρήνο.
- Πού είναι;... Πού;... μουρμούρισε με παράπονο.
Βουρκωμένος έγειρε πάνω του ο Βασίλης, και του έβαλε στο χέρι το τριμμένο πορτοφολάκι που είχε πάρει από τη σακούλα του.
- Θοδωράκη... μουρμούρισε χαϊδευτικά. Θοδωράκη μου... μ' ακούς;
Μισογύρισε ο μικρός, και σταμάτησε το τρομαγμένο βλέμμα του στο πρόσωπο και στ' άσπρα μαλλιά, σκυμμένα πάνω του.
- Κυρ Βασίλη... ψιθύρισε.
Ο Βασίλης ανασηκώθηκε ταραγμένος.
- Αφήσετε με μόνο με το παιδί, παρακάλεσε.
Βγήκε έξω η Μαριγή, και πίσω της ακολούθησε η κερα - Χατζησάββα, που σταυροκοπήθηκε κουνώντας το κεφάλι της. Ο Βασίλης ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο του παιδιού.
- Θοδωράκη... μ' ακούς; ρώτησε πάλι.
- Ναι... μουρμούρισε ο μικρός.
- Θοδωράκη... είμαι ο πατέρας σου... Με θυμάσαι;
- Ναι, επανέλαβε ο Γιωβάν.
- Και θυμάσαι τη μητέρα σου;
Αναφιλητά ανέβηκαν στο λαιμό του παιδιού, και δάκρυα κύλησαν στο αδρύ μαξιλάρι του.
- Αχ, δεν μπορώ... δεν μπορώ να ξεχάσω!... θρήνησε σιγά.
- Τι να ξεχάσεις;
- Τις φωνές της... Τη σκότωσαν... Με τη γιαγιά...
Ο Βασίλης ήταν κατάχλωμος.
- Τις είδες; ρώτησε.
- Ναι... Τις σκότωσαν... Στην αυλή...
- Ποιος... ποιος τις χτύπησε;
- Ήταν πολλοί... Και με πήρε ο Άγγελ Πέιο... Το μαχαίρι του έσταζε αίμα!...
Έκλεισε τα μάτια του, έτοιμος να λιγοθυμήσει πάλι.
- Διψώ... μουρμούρισε.
Βγήκε ο Βασίλης και ζήτησε νερό. Βρήκε τη Μαριγή που βαστούσε ένα κουπάκι φρεσκαρμεγμένο γάλα. Μπήκε η Μαριγή στην κάμαρα με τον Βασίλη, και, κουταλιά κουταλιά, το έχυσε ανάμεσα στα χείλη του Γιωβάν, εκεί που ήταν ξαπλωμένος. Η τροφή ζωντάνεψε το παιδί. Έκανε να σηκωθεί, μα δεν μπόρεσε.
- Μην κουνάς! του είπε ο Βασίλης.
Και περίμενε να βγει η Μαριγή, που διακριτικά απομακρύνουνταν. Πήρε το χέρι του παιδιού του, που κρατούσε σφιχτά το πορτοφόλι.
- Θοδωράκη... το πορτοφόλι αυτό με τη φωτογραφία της μητέρας σου, πού το, βρήκες; ρώτησε διστακτικά.
Ο μικρός τον κοίταξε τρομαγμένος και δε μίλησε.
- Πες μου... μη φοβάσαι... Στην τσέπη του Γρέγου το βρήκες; ρώτησε ο Βασίλης.
- Ναι... Δεν ήξερα πως ήταν ο θείος Γρέγος... Τον έλεγαν καπετάν Ακρίτα. Μα...
- Ναι;... Λέγε παιδί μου.
- Τον αγαπούσα... Με χάιδευε και με φιλούσε σαν τύχαινε να 'μαστε μόνοι.
- Ναι... Εκείνος το είχε δει πως μοιάζεις της μάνας σου.
- Δεν ήξερα πως ήταν ο θείος Γρέγος. Έλεγε πάντα η μάνα πως ήταν στην ξενιτιά.
- Και ήταν. Ήταν σε άγρια μέρη. Γύρισε πίσω για να την εκδικήσει... Πήρες το πορτοφολάκι από την τσέπη του;
- Τον βρήκα πεσμένο χάμω... όλος αίματα...
Στάθηκε ο Γιωβάν, σφίγγοντας τα χείλη του για να πνίξει τα δάκρυα. Και απολογητικά είπε, κουτρουβαλώντας τα λόγια του ανάμεσα σε κλάματα.
- Δεν πήγα για να πάρω τίποτα... Άνοιξα το ρούχο του να δω την πληγή... Βρήκα κάτι σκληρό και το τράβηξα... Ήταν το σακούλι με τους παράδες... Μαζί βρήκα και τούτο... Και το άνοιξα... Και είδα τη μάνα και ζαλίστηκα... Και σαν ξύπνησα... ήλθε η κυρία Ηλέκτρα... και της έδωσα τους παράδες... Μα τη φωτογραφία... την ήθελα...
Τον έπνιγαν τ' αναφιλητά. Έσκυψε πάνω του ο Βασίλης κι έβαλε στο μέτωπο του ένα μακρύ, τρεμάμενο φιλί. Σήκωσε το χέρι του ο Γιωβάν και το έριξε γύρω στο λαιμό του Βασίλη.
- Θυμάσαι;... μουρμούρισε. Θυμάσαι τη μέρα που έφυγες τελευταία φορά;... Με φίλησες έτσι... σαν και τώρα... Και ύστερα έκλαψε η μάνα και είπε: «Μην ξεχάσεις ποτέ το φιλί του μπαμπά σου, γιατί ίσως να είναι τελευταίο».
Δε μίλησε ο Βασίλης. Κι εκείνον κάτι τον έπνιγε στο λαιμό... Έκανε πάλι ν' ανασηκωθεί ο Γιωβάν, μα και πάλι δεν μπόρεσε.
- Κυρ Βασίλη... έκανε μισοκλαίγοντας - και διορθώθηκε: ... Μπαμπά... Γιατί πονώ έτσι;
- Πού πονείς, παιδί μου; Στο κεφάλι;
- Παντού... Στην πλάτη... Και στο κεφάλι...
- Πώς βρέθηκες στη ρεματιά; ρώτησε ο Βασίλης. Ποιος σε χτύπησε στο κεφάλι;
- Στο κεφάλι;... Όχι, δε με χτύπησε στο κεφάλι. Με κλώτσησε.
- Ποιας;
- Δεν τον ξέρω...
Πανικός γέμισε ξαφνικά το βλέμμα του.
- Μπαμπά! φώναξε. Πιάσαν τον Αρχηγό!
- Πώς τον πιάσαν;... Πού ήσουν εσύ; Τον είδες;...
- Μου είχε πει ο Αποστόλης: «Μην κουνήσεις από κοντά του». Και δεν κούνησα. Μα έφυγε κείνος. Βγήκα μαζί του. Με χάιδεψε και μου είπε: «Πήγαινε να κοιμηθείς· είναι νύχτα ακόμα». Εγώ κρυφά τον ακολούθησα... Στο δρόμο μ' άκουσαν οι οδηγοί, κόντεψαν να με δουν, και κρύφθηκα μες στις φτέρες. Δυο φορές με άκουσαν... Τότε πήγα λίγο πιο πέρα... Σαν του μίλησε ο Ζλατάν...
- Πού ήταν ο Ζλατάν;
- Μες στα δέντρα... Μπαμπά, ξέρεις; Και αυτός σκότωσε τη μάνα!... Το γράφει πίσω από τη φωτογραφία... Είδες;...
- Το ξέρω παιδί μου... Εγώ το 'πα του Γρέγου. Κι έγραψε ο Γρέγος όλα τα ονόματα των φονιάδων.
- Τους ήξερες;
- Τους έμαθα. Τους ξέρω όλους... Οι άλλοι πλήρωσαν. Αυτός... αυτός ξέφυγε!...
Ο Γιωβάν προσπάθησε να σηκωθεί, μα μόνο το κεφάλι του κούνησε. Άρχισε να κλαίει.
- Πάμε, μπαμπά, στον Αρχηγό! αναφώνησε.
- Ναι, παιδί μου· ξεκουράσου και θα πάμε, αποκρίθηκε καθησυχαστικά ο Βασίλης. Μα πες μου τι είδες.
- Τον είχα προσπεράσει, και, πίσω από τα χαμόδεντρα, σύρθηκα στο βράχο. Εκεί έστριφτε ένα μονοπάτι, και μες στα δέντρα ήταν κομιτατζήδες με τουφέκια, ένα σωρό...
- Λοιπόν;
- Λοιπόν του είπε ο Ζλατάν πως του στρώσανε τραπέζι. Είχε αφήσει ο Αρχηγός το τουφέκι του και πήγαινε. Τότε είδα εγώ τους κομιτατζήδες και του φώναξα: «Μην πας»! Μα τον έπιασαν από πίσω και του έπεσε το περίστροφο. Έτρεξα να το πιάσω, να του το δώσω, μα ένας σηκώθηκε κει... δεν τον είχα δει... και μου έδωσε μια κλωτσιά εδώ, στην κοιλιά...
- Και ύστερα; ρώτησε σφίγγοντας τα δόντια του ο Βασίλης.
- Ύστερα... δε θυμούμαι... Έκλεισε τα μάτια του ο Γιωβάν και χαμογέλασε... Ύστερα... μου είπες πως είσαι ο μπαμπάς μου!...
Σώπασε ο μικρός, μα το χαμόγελο σιγότρεμε στα χείλη του. Κρατούσε το χέρι του ο Βασίλης, και σκυφτός απάνω του τον κοίταζε, τον κοίταζε, μετρούσε τις ανάσες του, μελετούσε τα χαρακτηριστικά του, ξαναθυμούνταν τα λόγια του Γρέγου: «Μοιάζει της αδελφής μου...». «Θες - δε θες της μοιάζει». Κι εκείνος, ο Βασίλης, στην τύφλωση του μίσους του, τον έλεγε «το Βουλγαράκι», αυτόν, τον Θοδωράκη του, το παιδί του!...
- Ο Άγγελ Πέιο, που θέλησες να τον σκοτώσεις, γιατί σε πήρε σπίτι του, Θοδωράκη μου; ρώτησε.
Άνοιξε τα μάτια του ο Γιωβάν.
- Είπε πως είναι θειος μου, και να πάγω να βόσκω τα πρόβατα του. Εγώ ήξερα πως δεν ήταν θειας μου, πως ένα θείο είχα, το θείο Γρέγο. Μα μ' έδειρε σαν του το 'πα.
- Σε χτυπούσαν; ρώτησε βαρύθυμα ο Βασίλης.
- Η κερα - Πέιο, πιο λίγο. Ο Άγγελ Πέιο, ναι, πολύ! Έλεγε πως με τρέφει τζάμπα, και δεν αξίζω τη μπομπότα που τρώγω. Είχαν και δυο σκυλιά που μ' αγαπούσαν... Κι εγώ τ' αγαπούσα...
Έκανε ο Γιωβάν να γυρίσει. Το πρόσωπο του συσπάστηκε πάλι με ξαφνικό πόνο.
- Μπαμπά, φώναξε, γιατί δεν κουνούν τα πόδια μου;
Ο Βασίλης παραμέρισε το πάπλωμα και ξεσκέπασε τα πόδια του μικρού. Ήταν ξαπλωμένα και ακίνητα. Έκανε να σηκώσει το ένα, μα έπεσε χαλαρά στο στρώμα. Σήκωσε τα δυο γόνατα και πλησίασε τα πόδια στον κορμό, μα πάλι ξαπλώθηκαν μαλακά, κι έμειναν ακίνητα. Το χρώμα του Βασίλη είχε κόψει. Μα χαμογέλασε του παιδιού του και είπε ζωηρά:
- Είσαι κουρασμένος και πονεμένος, γιατί έπεσες σε μια ρεματιά. Μα σαν κοιμηθείς, θα σου περάσουν όλα. Κοιμήσου. Μπορείς;
Ευάγωγα έκλεισε ο Γιωβάν τα μάτια, κι έμεινε πολύ ήσυχος. Βγήκε ο Βασίλης στα νύχια και βρήκε τον Αποστόλη, που κοιμούνταν χάμω στην κουζίνα. Οι δυο γυναίκες, απασχολημένες στο νοικοκυριό τους, σιγοκουβέντιαζαν για να μην τον ξυπνήσουν, και ο Θανάσης στο κατώφλι πριόνιζε ξύλα, με τον Μάγκα ξαπλωμένο δίπλα του.
- Κερα - Χατζησάββα, έχεις μουλάρι; ρώτησε ο Βασίλης.
- Αμέ! αποκρίθηκε η γριά σείοντας πλάγια το κεφάλι. Τι το θέλεις;
- Να πάγει τούτος, δείχνοντας τον κοιμισμένο Αποστόλη, να φέρει το γιατρό.
- Και δεν πάει ο Θανάσης; Τούτο είναι ψόφιο από τον ύπνο. Δεν κοιμήθηκε, λέει, όλη νύχτα. Ούτε συ όμως δεν κοιμήθηκες, λέει.
Ο Θανάσης είχε ακούσει τ' όνομα του και μπήκε μέσα.
- Θέλω το γιατρό τον Περδικάρη, από τη Νιάουσα! είπε ο Βασίλης, ξεψαχνίζοντας με το βλέμμα του, το αγαθό, αλλά χωρίς πολλή έκφραση πρόσωπο του Θανάση. Ξέρεις να τον βρεις;
Χωρίς ν' αφήσει το τηγάνι της, ούτε να γυρίσει, είπε η Μαριγή:
- Ξέρει. Μην τον βλέπεις που φαίνεται χαζός. Και προκομμένος είναι, κι επιδέξιος. Καταφέρνει ό,τι του πεις. Στείλε τον, κουμπάρε.
- Ξέρεις τον γιατρό τον Περδικάρη; ρώτησε ο Βασίλης.
- Αχά! έκανε ο Θανάσης, σείοντας και αυτός καταφατικά, δεξιά και αριστερά, το κεφάλι του.
- Έχει έλθει και στο σπίτι μας, εδώ, ο γιατρός ο Περδικάρης, σαν αρρώστησε και πέθανε ο μακαρίτης... είπε πάλι η Μαριγή χωρίς να γυρίσει. Είναι καλός άνθρωπος, πονόψυχος. Στείλε τον Θανάση!
- Πήγαινε λοιπόν όσο μπορείς πιο γρήγορα, του είπε ο Βασίλης. Πες του πως τον ζητώ εγώ, ο Βασίλης Ανδρεάδης, για το παιδί μου που χτύπησε. Φέρ' τον πίσω...
Μια φωνή από την πλαγινή κάμαρα τον διέκοψε, ξύπνησε τον Αποστόλη, αναστάτωσε τις δυο γυναίκες, ξάφνισε τον Μάγκα, που με ορτσωμένα αυτιά μπήκε στην κάμαρα, τρύπωσε κάτω από το κρεβάτι του Γιωβάν κι έμεινε ζαρωμένος. Ο Βασίλης έτρεξε στο προσκέφαλο του παιδιού του. Ο Γιωβάν έκλαιγε, το πρόσωπο συσπασμένο, τα μάτια αγριεμένα.
- Αποστόλη! φώναζε. Αποστόλη!... Να μη σκοτώσουν άλλες γυναίκες!...
Ο Αποστόλης είχε σιμώσει τρεχάτος.
- Κανένας δε σκοτώνει γυναίκες, Γιωβάν... του είπε γλυκά.
- Ναι, σκοτώνουν! Τη σκότωσαν σα βγήκε στο δρόμο, από του Ντεληθανάς...
- Ποιαν; ρώτησε ταραγμένος τον Αποστόλη ο Βασίλης.
- Θυμάται το Μπόζετς, του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο Αποστόλης, σαν το 'καψε ο καπετάν Νικηφόρος... Σκοτώθηκε μια γυναίκα από τα βόλια, και την είδε, και λιγοθύμησε. Κάθε φορά που έβλεπε αίματα, λιγοθυμούσε...
Ο Γιωβάν εξακολουθούσε να κλαίει και να φωνάζει:
- Μην τη χτυπάς πια! Μάνα μου! Μάνα μου! Σιωπηλή, γρήγορη, χωρίς φασαρία, αθόρυβα, είχε πλησιάσει η Μαριγή με μια γαβάθα νερό και ξίδι, έβρεξε ένα πανί και το άπλωσε στο μέτωπο και στο κεφάλι του Γιωβάν. Στο σιωπηλό ρώτημα του Βασίλη αποκρίθηκε σύντομα:
- Θερμιασμένο είναι κι έχει παραμιλητά... Θα του περάσει... Ο Βασίλης βγήκε από την κάμαρα με τον Αποστόλη.
- Πάρε το μουλάρι, πήγαινε συ, κάλλιο, στη Νιάουσα, φέρε το γιατρό τον Περδικάρη. Θα πας πιο γοργά από τον Θανάση, του είπε.
Μα το μουλάρι δεν ήταν πια στο στάβλο. Ο Θανάσης είχε φύγει.
- Δεν έχω ανάγκη από μουλάρι, είπε ο Αποστόλης του Βασίλη. Έχω πόδια, που θα με παν πιο γρήγορα στη Νιάουσα. Πριν βραδιάσει θα 'μαι πίσω!
Μα βράδιασε, και νύχτωσε, και ο Αποστόλης δε γύρισε στην καλύβα της κερα - Κατερίνας της Χατζησάββα. Η μέρα κυλούσε μονότονη και θλιβερή... Ο Γιωβάν, μια ξεφώνιζε και παραμιλούσε, και μια έπεφτε σε βύθος. Καθισμένος στο προσκεφάλι του, σιγά τον χάιδευε και τον ησύχαζε ο πατέρας του στις εξάψεις του, και σαν ησύχαζε το παιδί, ο Βασίλης έπεφτε σε συλλογισμούς, και αντιγνωμίες, και αντιθέσεις. Είχε έλθει να σώσει τον Άγρα. Και όχι μόνο δεν τον έσωσε, δεν τον βρήκε, αλλά και άφηνε τις πολύτιμες ώρες να φεύγουν, χωρίς έρευνα, χωρίς σκοπό, χωρίς καν να έλθει σ' επικοινωνία με τ' ανταρτικά σώματα, να τους μεταπεί όσα είχε μάθει από τον Γιωβάν... Μα και είχε έλθει στη Μακεδονία για να βρει το παιδί του. Και τώρα που το βρήκε σε τέτοια κατάσταση, να το εγκαταλείψει;
Σ' αυτή τη στενόχωρη διάθεση τον βρήκε ο γιατρός ο Περδικάρης, σαν έφθασε με το άλογο καβάλα, και με τον Θανάση στο μουλάρι του, κι εξέτασε το άρρωστο παιδί. Το σήκωσε, το γύρισε, το στηθοσκόπησε, το λύγισε, εξέτασε τα πόδια του, το κεφάλι, το σβέρκο, την πλάτη. Του μίλησε του Γιωβάν, τον κοίταξε ώρα πολλή, τον πλάγιασε πάλι στο στρώμα. Και πάλι ώρα πολλή τον κοίταζε, και άκουε πότε τα παραμιλητά του, και πότε τα φρόνιμα λόγια του. Και όταν βγήκε με τον Βασίλη, ήταν συλλογισμένος και σκυθρωπός.
- Οι πληγές στο κεφάλι δεν είναι τίποτα, του είπε. Μα είναι βλαμμένο το ραχοκόκκαλό του - γι' αυτό δεν μπορεί να κουνήσει τα πόδια του.
Ο Βασίλης ήταν μαθημένος από πόνους, από πένθη και λύπες. Μα η απόφαση του γιατρού έπεσε στο κεφάλι του σα μπαστουνιά. Λίγη ώρα έμεινε σα ζαλισμένος. Κατάπιε μια δυο φορές και ρώτησε:
- Γιατρεύεται αυτό;
Το είχε ρωτήσει μηχανικά, από μιαν ανάγκη ν' ακούσει τη διάψευση της δικής του γνώμης. Και κατέταξε την απάντηση του γιατρού εκεί που της άξιζε.
- Αργότερα... με ηλεκτρισμό... αν τον πας στην Αθήνα...
Το ήξερε ο Βασίλης, πως το ραχοκόκαλο δεν ξαναδένεται, μιας και σπάσει. Είχε ζήσει αρκετά σε πολιτισμένα κέντρα, για να μάθει τι θα πει παράλυση και σακάτεμα, ακινησία, μαρασμός - ίσως θάνατος... Και με τα χέρια δεμένα πίσω του, πολλήν ώρα κοίταζε ίσια μπροστά του τις κορυφές των πλατανιών, που χρύσιζαν στις τελευταίες αχτίδες που φώτιζαν τη δύση. Αργομίλητος, βαρύς, γυρνώντας στην άλλη του σκοτούρα, ρώτησε:
- Εμάθατε τίποτα για τον καπετάν Άγρα;
- Εμάθαμε... Ρίχθηκε, ο ευλογημένος, στη φάκα μόνος του... αποκρίθηκε θλιμμένα ο γιατρός. Τώρα... τρέχα γύρευε.
- Τον σκότωσαν; ρώτησε ο Βασίλης.
- Ο Θεός ξέρει.
- Πες μου, τι ξέρεις εσύ;
Και του το είπε ο γιατρός. Είχαν έλθει χωρικοί, κρυφά, από τα βουλγαροχώρια. Τον είχαν πάγει, λέγει, στο Ρίζοβο, όπου ήθελαν να τον βάλουν να κάνει την αρκούδα, να χορέψει λέγει. Κι επειδή δε χόρευε ο Άγρας, παρά τους έβριζε, τον έδερναν αυτοί. Κι εκείνος, ξιπόλητος, μα με το κεφάλι πάντα ψηλά, τους έβριζε όλο και περισσότερο, τους έλεγε άτιμους, γουρουνομύτες, φονιάδες και άλλα που τους φούρκιζαν. Και τον έφτυναν και τον διαπόμπευαν. Τον είδαν, λέει, χωρικοί δικοί μας, και τους κάηκε η καρδιά. Μα πού να του μιλήσει κανείς, που τον τριγύριζαν όλοι της συμμορίας του Ζλατάν!... Και από το Ρίζοβο τον πήγαν στ' άλλα χωριά. Τον είδαν, λέει, στο Βλάδοβο, στο Γκούγκοβο... Ποιος ξέρει πού αλλού!... Τον γύριζαν σαν παράξενο θηρίο, και τον μπάτσιζαν, και τον έλεγαν κοροϊδευτικά: «Γενικό Αρχηγό των Ελλήνων»! Σαν το Χριστό τον πήγαιναν, και τον χλεύαζαν, και τον χτυπούσαν...
- Μα τι παλικάρι! Δεν τα 'βαζε κάτω! Όλο τους έβριζε, πρόσθεσε ο γιατρός. Μη ρωτάς... Δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα. Ήμουν άνω κάτω. Είπα να κοιμηθώ το πρωί. Κι εκεί, χτυπά το κουδούνι, πάγω ν' ανοίξω, και βλέπω δυο χωρικούς. Ο ένας ήταν γυναίκα, ντυμένη αντρίκια κι ο άλλος παιδί ακόμα. Ήλθαν, λέγει, για τον Άγρα. Η γυναίκα ήταν νέα, μια δασκάλισσα από το Ζορμπά...
- Η κυρία Ηλέκτρα!
- Ναι. Την ξέρεις;
- Την ξέρω. Με ποιον άλλον ήταν, λες;
- Μ' έναν Βασιωτάκη - ένα νέο, παιδί ακόμα...
- Τον Περικλή; Μα αυτός σηκώνεται από τύφο! Αυτός θα ξαναπέσει!
- Τον είδα χλωμό και αδύνατο· μου φάνηκε άρρωστος, μα με βεβαίωσε πως όχι, πως είναι καλά. Του είπα να μείνει να ξεκουραστεί. Πού ν' ακούσει! Έφυγαν!
- Έφυγαν! Για πού;
- Δεν καλοήξεραν. Να μάθουν, λέει, πού διεύθυναν τον Άγρα, και να κόψουν το δρόμο στους κομιτατζήδες.
- Κι έφυγαν μόνοι;
- Ναι, μόνοι. Θα πήγαιναν, λέει, ευκολότερα στα χωριά, και πιο απαρατήρητοι, χωρίς συνοδεία. Η ιδέα τους ήταν να σηκώσουν τους χωρικούς μας στα Πατριαρχικά χωριά και στα μικρά. Αν το καταφέρουν!...
- Από τα Βοδενά δεν έλαβαν μέτρα για τον Άγρα;
- Φαντάζομαι πως θα 'λαβαν. Ειδοποιήσαμε ευθύς τον πρόεδρο της κοινότητος και τον Άγιο Εδέσσης. Μα απάντηση δεν είχε έλθει σαν έφυγα.
Οι δυο άντρες έμειναν σιωπηλοί, απέναντι στη νύχτα που κατέβαινε.
- Πάγω πίσω, είπε σε λίγο ο γιατρός. Πάγω για ειδήσεις.
- Θα ξανάρθεις; ρώτησε άθυμα ο Βασίλης.
- Θα έλθω... Θα έλθω αύριο να δω το παιδί σου. Μα την άλλη μέρα δεν ήλθε.
Ξημέρωσε η Τετάρτη, βουρκωμένη, θλιμμένη, σκοτεινή. Ο Αποστόλης δεν είχε επιστρέψει. Καθισμένος πλάγι στον Γιωβάν, που πότε έκαιε από πυρετό και παραμιλούσε, και πότε, απύρετος, κοίταζε τον πατέρα του με λαχτάρα και του μουρμούριζε τρυφερά λόγια αγάπης, ο Βασίλης βαρύθυμα αναπολούσε τις ώρες και τις μέρες που είχε σπαταλήσει πλάγι στο «Βουλγαράκι», χωρίς να αναγνωρίσει το παιδί του. Τόσα μπορούσε να του είχε πει! Τόσα να είχε νιώσει! Τόση χαρά θα είχε βάλει στη ζωή του ορφανεμένου παιδιού του, τόσα δάκρυα θα είχε στερέψει...
- Εγώ σε είδα, μπαμπά, σαν πρωτοήλθες στο Τσέκρι, του είχε πει ο μικρός, σε μια ώρα που μιλούσε καθαρά. Και σ' αγάπησα αμέσως, γιατί μου θύμισες το μπαμπά μου. Μα ήταν άσπρα τα μαλλιά σου, και ο δικός μου μπαμπάς τα είχε μαύρα. Και όταν με κοίταζες, ήσουν πάντα θυμωμένος και μ' έλεγες το «Βουλγαράκι». Κι εγώ έκλαιγα. Μα φοβόμουν να έλθω κοντά σου...
Και αναπολούσε ο Βασίλης... Ο Γρέγος είχε δει την ομοιότητα με τη σφαγμένη αδελφή του. Αυτός όχι. Αυτός, τυφλωμένος από το μίσος του, το είχε απομακρύνει το παιδί του, το είχε παραγνωρίσει, το είχε πονέσει, το είχε πληγώσει... Το αίμα της καρδιάς του θα το έδινε, να σηκώσει το παιδί του στα πόδια του πάλι. Μα τώρα πια ήταν ίσως αργά... Κι έσερναν οι ώρες, βαριές από καρδιοσωμό και λύπη και φόβους.
Όλη την Τετάρτη, ο μικρός δε μίλησε. Πλαγιασμένος στην πλάτη, με τα μάτια κλειστά, ανέπνεε σιγανά, και ήταν οι αναπνοές του κομμένες, κοντές, αραιές. Το πάντα λιγνό πρόσωπο του είχε λιώσει σ' αυτές τις τέσσερις μέρες. Δίπλα στη λεπτή μύτη του, δυο σταχτερές γραμμές χαράζουνταν, κατέβαιναν από τα κερένια ρουθούνια του ως τα μισανοιγμένα αναίματα χείλη του, δείχνοντας πιο άσαρκα ακόμα τα χαρακτηριστικά του. Το απόγεμα ήλθε ο γιατρός ο Περδικάρης. Ήταν νευρικός, νοιασμένος, ευερέθιστος. Στ' ανήσυχα λόγια της Μαριγής, που του άνοιξε και του σιγομουρμούρισε πως το παιδί της φαίνουνταν πιο βαριά, αποκρίθηκε:
- Η κατάρα του Θεού έπεσε, λες, απάνω μας!... Χάσαμε τα ίχνη του Άγρα. Δεν ξέρομε πού τον πήγαν!
Μα σα βρέθηκαν πλάγι στο κρεβάτι του Γιωβάν, η συνείδηση του γιατρού τον απορρόφησε όλον. Έσκυψε πάνω στο αναίσθητο παιδί, και ώρα πολλή το κοίταζε σιωπηλά. Όταν σήκωσε τα μάτια του και αντάμωσε το βλέμμα του Βασίλη, του αποκρίθηκε, μ' ένα νόημα μόνο του χεριού.
- Σβήνει...
Κι έσβησε ο Γιωβάν, σαν ένα κεράκι άσπρο, με το σούρουπο, χωρίς να μιλήσει πια, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του, χωρίς πόνο και χωρίς αγωνία...
- Εσωτερική αιμορραγία... ψιθύρισε ο γιατρός στις δυο γυναίκες που τον ρωτούσαν, που δεν κατάλαβαν, μα που έκαναν σιωπηλά το σταυρό τους.
Τον έπλυνε η Μαριγή, το μικρό τον Γιωβάν, τον σαβάνωσε, και τον ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι, κι έβαλε ένα μικρό εικόνισμα ανάμεσα στα σταυρωμένα του χέρια... Όλη νύχτα τον ξαγρύπνησαν οι δυο γυναίκες, με τον Βασίλη και τον Περδικάρη.
- Θύμα και αυτό του Αγώνα μας για την ελευθέρια, είπε ο γιατρός, όταν τον είδε συγυρισμένο, τόσο δα πραματάκι, τυλιγμένο στη μάλλινη κάπα του, όμοια με την κάπα του αντάρτη.
Τον έθαψαν ξημερώματα. Μια καμπουρίτσα από χώμα, με πέτρες ολόγυρα, ήταν όλος ο τάφος. Στο κεφάλι, προς την ανατολή, έστησαν ένα σταυρό ξύλινο, αροκάνιστο, που τον είχε καρφώσει ο Θανάσης τη νύχτα, με δυο σανιδάκια που βρέθηκαν εκεί. Όρθιος εμπρός στον τάφο στέκουνταν ο Βασίλης, το άσπρο του κεφάλι γερμένο, τα μαύρα του φρύδια ενωμένα. Πλάγι του, με το κεφάλι σκυφτό, σα να καταλάβαινε τη θλίψη και το πένθος, κοίταζε και ο Μάγκας το νωπό στρογγυλεμένο χώμα που σκέπαζε το φίλο του. Μια ηλιακή αχτίδα διαπέρασε το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, κι έπεσε στο πρόσωπο του Βασίλη. Σα να ξύπνησε από άσχημο όνειρο, σήκωσε κείνος το κεφάλι. Κοίταξε τον ουρανό, ολόφωτο κιόλα, τα δέντρα και τα χαμόδεντρα, την πλούσια φυτεία γύρω του... Με τα δυο χέρια έσπρωξε τα μαλλιά του πίσω, όρτσωσε τη ράχη του, ίσιασε τους ώμους του.
- Και τώρα... τέλειωσε. Πάμε παρακάτω... είπε με τη συνηθισμένη ήσυχη φωνή του.